Πρότυπα

ΠΡΟΤΥΠΑ

Έψαχνε να βρει το σπίτι της μα ήταν χαμένο μέσα στο δάσος. Επέστρεφε από το σχολείο και είχε στην πλάτη έναν τεράστιο σάκο γεμάτο με βιβλία...

Κυριακή 5 Νοεμβρίου 2017

ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΚΑΡΑΝΤΩΝΗ (6)

ΤΕΛΙΚΑ

Και όμως
Τολμήσαμε τελικά
Ανοίξαμε τέρμα τον φωτοφράχτη
καίγοντας από χέρι
σύμπαντα τα λευκά



ΠΑΡΗΧΗΣΕΙΣ

Παρηχήσεις
Απροκάλυπτες
Σε ακάλυπτο ανταριάζουν
χώρο κοινό
Αφήνουν τις αισθήσεις αδιάφορες
στο ημερήσιο έργο τους να επιδίδονται
οικιακό μαυρόασπρο
επάνω σε σφουγγαρισμένο μπαλκόνι
ήδη στεγνό

Η μνήμη μόνον
διεγερθείσα υψώνει
προστασίας τοιχίο
από αρματωμένο σκυρόδεμα
πάνοπλο
την πτώση φοβούμενη βίαιη

στου παρόντος
το πλακοστρωμένο κενό



ΠΟΝΤΟΙ ΒΟΥΒΟΙ

Πόσοι άπλεκτοι
πόντοι βουβοί
και πόνοι πόσοι
Γιαταγάνια γαϊτάνια
Δεν καταδέχονται υποκοριστικό
Κόβουν και κόβονται
Μαχαιριές στη μασχάλη

Μετά
στον λαιμό



ΑΝΑΣΚΑΦΗ

Στον κήπο εκεί των ίδιων αγαλμάτων
δύσμορφο βρέθηκε γλυπτό
να αφουγκράζεται
Το ποδοβολητό σαν σμίγουν των πελμάτων
Το αγκομαχητό τους
πώς σέρνονται
πριν τον τετελεσμένο χωρισμό



ΑΝΑΞΙΕΣ ΤΗΣ ΣΤΙΓΜΗΣ

Κι ενώ
Ασύστολα διαρκώς διαστελλόταν
σαν διάβαινε το κατώφλι
ολόκληρος να χωρέσει
και θερμαινόταν
να μείνει σαν μπει
μέχρι η μονάκριβη να χαράξει αυγή
το κέλυφος αμώμου ημέρας λευκής
ας πάσχισε

δυο λέξεις δεν μπόρεσε
να βγάλει απ' το πηγάδι
αντάξιες της στιγμής



ΤΟ ΚΥΜΑ ΕΠΕΣΤΡΕΦΕ

Το κύμα επέστρεφε
στου πελάγου τα βάθη γιατί
βραχώδης η ακτή
αφιλόξενη
και ο κόλπος στενός

δεν χωρούσε
ο αφρός των ημερών

(Σε Κλοιό Σώματος, Εκδόσεις του Φοίνικα, 2016)

photo : Χριστίνα Καραντώνη

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2017

ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ (5)

Η ΣΙΩΠΗ

Κάνει πολύ καλό
το σπίτι κι η σιωπή.

Κι όταν σου λέει μπράβο η δασκάλα
να την ακούς

Δεν είναι λεφτά
τα αντικαταθλιπτικά

Το κρεβάτι
μόνο
να αλλάζεις σεντόνια

Βρεγμένα δάκρυα
τα μαξιλάρια
θα αρρωστήσεις

Τα όνειρα σου
να πλένεις τακτικά

Επιτρέπεται
και η χρήση μαλακτικού

Για να μυρίσει καλύτερα η αποτυχία

Οι 40 βαθμοί
θέλουν μπριζόλα
να μην ξεχάσεις να την βγάλεις από την κατάψυξη
και να τρως αργά
προσεχτικά

Οι μπουκιές χαλάνε τα δόντια

Πιες και λίγο γάλα
να θυμηθείς
πως ήσουν παιδί

Οι αναμνήσεις είναι κατάλληλες αυτή την ώρα
το σκοτάδι έπεσε προ πολλού
μια καινούργια δυστυχία ξημερώνει

Πέσε για ύπνο τώρα



ΠΕΤΑΛΟΥΔΑ

Σήμερα πέθανε μια πεταλούδα
Στο σπίτι μου
Τη βρήκα δίπλα στο κρεβάτι
Άσχημη πεταλούδα
Και νεκρή

Μυστήρια του έρωτα,
δεν υπάρχει τίποτα πια που να μπορώ να κάνω
Εκτός από αυτό που πρέπει

Πήρα το μικρό άψυχο σώμα
και το έβγαλα έξω
Στη βεράντα
Στο κρύο
Να θαφτεί μες στον αέρα που φυσάει και
φεύγει

RELAPSE
Πέφτεις σε μια άδεια τρύπα
Με ένα πτώμα
Σε κάτι που ονομάζεις κρεβάτι
Κλείνεις το φως
Και ονειρεύεσαι
Μια συνουσία
Ή ένα χάδι
Υποτροπή
Στη σιωπή
Και στο κενό
Ανάρρωση
Λέω είναι
Να μπορείς να ελπίζεις
Μετά από ούτε ξέρεις πόσο καιρό
Ανάρρωση
Λέω είναι
Να μπορείς να ελπίζεις
Για κάτι απλό…

ΜΗΤΕΡΑ

Οι μικρές ζωές που ζούμε
Αυτό είναι το σημαντικό
Τα λεπτά μιας μέρας που δεν έχουν καμία σημασία
Αν σε αγαπώ;
Σε αγαπώ όπως κάποιος που είναι φτωχός
Σε αγαπώ
Χωρίς καμία πολυτέλεια
Μαγειρεύω τα φαγητά που τρως
Και βλέπω τα παιδιά μας να αναπνέουν σε δωμάτια άδεια
Δεν σκέφτηκα ποτέ να φύγω
Η ζωή για μένα δεν είχε τόση φαντασία
Να ξυπνάω δίπλα σου
Αυτό θα θυμάμαι
Αυτό
Κι ότι ίσως ποτέ δεν ζήσαμε εδώ στα αλήθεια


  

ΜΑΚΡΟΒΟΥΤΙ


Ανοίγει η πόρτα. Περιμένω να κατέβουν. Κάποιοι πετά-
γονται σαν την πρώτη ανάσα μετά από ένα μεγάλο μα-
κροβούτι. Κάποιοι αργά, σαν να βάζεις αντηλιακό μη σε
χτυπήσει ο ήλιος. Κάνω μια «τσουπ» κι ανεβαίνω. Κοιτάω
για θέση. Αυτός ο αγώνας να βρεις μια θέση. Κάθομαι εξα-
ντλημένη και μια κυρία με στραβοκοιτά.
– Ζούγκλα, κυρία μου. Ο πιο δυνατός κάθεται.


(Φλαμίνγκο, εκδ. Μελάνι)

Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017

ΜΑΡΟΥΣΩ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ (6)

ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΥΣΑΣ

Η γυναίκα με τα μαύρα
και το δρεπάνι στη γλώσσα
έχει στην πλάτη
ένα τσουβάλι ανείπωτο
το θρέφει μ' αβίωτες στιγμές
με μάτια παιδιών
βαμμένα με απουσία
μ' ανέγγιχτα χέρια και μάγουλα
στο άνοιγμά του
ακούγονται αγέλαστα χαχανητά
τραγούδια αμελώδιστα
από δρόμους δίχως πόδια
και τα βράδια
που έχω πάψει να προσεύχομαι
από μικρή τυλιγμένη στα γόνατα
δένομαι όλο πιο σφιχτά
στου κρεβατιού το κεφαλάρι



ΒΡΕΧΕΙ ΑΝΟΙΞΗ

το κλάμα κλειδώνει τα μάτια
κλείνει τ' αυτιά
γεμίζει το στόμα άχυρο
βουβά κι αθόρυβα κατρακυλάει
μέχρι να σου ποτίσει τις ρίζες
για να ανθίσεις



ΕΧΩ ΕΝΑ ΦΙΛΟ ΤΙΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ

συναντιόμαστε στη δεύτερη βόλτα του
μου μαγειρεύει φαγητά της λαμπρής
μου ανοίγει πηγάδια είκοσι μέτρα πέρα απ' τη θάλασσα
μου τραγουδάει στίχους από παλιά τραγούδια
και θέλει να μπαίνουμε μαζί απ' την ίδια πόρτα
έτσι που πια
καθόλου δεν τον φοβάμαι



ΚΑΜΙΑ ΠΡΟΦΥΛΑΞΗ

η τρέλα περιθάλπει
ταϊζει στο στόμα
γλυκό του κουταλιού
με τις χούφτες
μαλλιά
σε απόχρωση του μπλε
εκτός χρωματολογίου
χρόνος που φράκαρε
στη μέση δαχτυλίδι
πιέζουμε το λαιμό
να γουρλώσει τα μάτια
φτύνει στο στόμα
περίσσια μαύρη βλέννα
στο αναφιλητό του διπλανού
στο τέλος
όλοι κρατιούνται από το κάγκελο



ΜΙΑ ΜΕΡΑ

μια μέρα θα πάψω ν' αντιστέκομαι
θα βρω διέξοδο και θα σκορπίσω
ήταν καλό παιδί θα λένε
αυτό με κάποια θλίψη που θ' αρμόζει στην περίσταση
πριν απ' αυτή τη μέρα
ελπίζω πως θα 'χω στήσει καραβάνι
από ψυχές και σώματα που αγάπησα
φυλλομετρώντας
έτσι και σήμερα αντιστέκομαι
όμως ετούτη η σιωπή με προκαλεί να ουρλιάξω
και το ρολόι λάθος τικ τακ
και η ψυχή μου λάθος



ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ ΤΩΝ ΤΥΦΛΩΝ

ξυπνητός συνεχώς στο όνειρο
σχεδόν ήθελα
μάτι ασήκωτο
υγιώς εκπνεόμενο εγώ

ο άνθρωπος της απόστασης
σύντομος
η σιωπή της στιγμής
θόρυβος ολοκληρωμένος


Παραπομπή: https://pameomorfimou.blogspot.gr/

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΛΟΥΡΗ (5)

ΟΜΟΛΟΓΙΑ

Απαρηγόρητος ο άνθρωπος
Γδύνεται τις νύχτες
Μόνος ξαπλώνει
Κρεβάτι ύπνου
Και όταν από σύμπτωση
Χαιρετίσει άλλη μια μέρα
Δήθεν ανυποψίαστος
Παίρνει νέα πόζα
Παρένθεση στα λόγια
Καπνός των προπατόρων
Ύστερα σε πέλματα πυθίες
Φορτώνει όλο το βάρος
Και ανοίγοντας την πόρτα
Αγκαλιάζει τα παπούτσια του



ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ

Δεν είναι τυχαίο
Τόσος ουρανός υπήρξαν άνθρωποι
Στα χέρια τους μεγάλωσε η σφαίρα
Εξαντλημένοι τώρα εκδρομείς
Στάθηκαν στις πέτρες
Κοιτάζοντας μύθους και αλλαγές
Μετρώντας τα ρολόγια
Ίσως φτάσουν τα χρήματα
Για μια κοσμογονία



ΕΝΑΣ ΑΝΤΡΑΣ

Χέρσος από την κορυφή ώς τις ρίζες
Σπαρμένος πρωινή τροφή
Ανάγκη του μεσημεριού
Τις νύχτες εύχεσαι να τελειώσει ο κόσμος
Όμως εγώ δεν είμαι ο έρωτας
Σιωπές δεν έμαθα να φτιάχνω
Τα κύματα δεν χτένισα
Δεν στέγνωσα τους βράχους
Μαχαίρι στην ανάσα όχι
Όχι παρέα του θανάτου
Χωράφι χώμα εύκρατο
Βλασταίνω τη φωνή σου
Πάνω μου φυτρώνουν οι αλήθειες




ΑΝΑΣΚΑΦΗ

Χώμα πάνω στο χώμα
Την εποχή εκείνη
Ήταν το μόνο που είχε σημασία
Τα νύχια μας καθάριζαν οστά
Υπολείμματα
Διπλωμένοι θάφτηκαν κάποιοι
Πιστοί μέχρι τέλους στη συγκατάνευση
Άλλοι ευθυτενείς αφέθηκαν στη σήψη
Και εμείς καλοκαίρια ολόκληρα
Γυρεύουμε έναν ευτυχισμένο νεκρό



ΑΝΤΙΡΡΗΣΙΕΣ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΣ

Ήταν μια γνώριμη κατάσταση
Σκίζαμε τα σεντόνια
Ξηλώναμε τα λούστρα
Ο ρυθμός της ανάσας σήκωνε τα χώματα
Ντυμένοι ρίζες αλλάζαμε νερό στις ανθοστήλες
Ύστερα βγαίναμε στους δρόμους
Αρνητές του χρόνου
Οι αποξηραμένοι
Έτσι μας φώναζαν
Στεγνοί από ελπίδα
Τόσο σκληροί
Άπειροι αριθμοί
Και όλα αυτά υπό το φως του ήλιου
Εκείνες οι μέρες άντεχαν τη διαστολή


(Ρολόγια και άλλοι χτύποι, εκδ. Μελάνι)

Τρίτη 1 Αυγούστου 2017

ΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ ΤΩΝ ΖΩΝΤΑΝΩΝ ΣΤΙΓΜΩΝ


Σονέτο παρατεταμένης ακινησίας

Όταν αφήνεται στο πάτωμα να πέσει
η ταραχή μου, με μορφή αντικειμένου,
κοιτάζω πάντα με τα μάτια του χαμένου
που χρόνια στέκεται ψυχρός στην ίδια θέση.

Όταν η πόρτα είναι κλειστή, δε μου αρέσει
να την ανοίγω¨ βάρος ξένου
χεριού, στα δάχτυλά μου φορεμένου
οριστικά μου ‘χει τη θέληση αφαιρέσει.

Όταν η μύγα μ’ ενοχλεί, δεν τη σκοτώνω.
Όταν φωνές με προσκαλούν –δε συμμετέχω.
Όταν τηλέφωνο χτυπά, δεν το σηκώνω¨

την απραξία στις εκφάνσεις της διατρέχω
και μες στην πλήξη της αδράνειας που κατέχω

μένει το σώμα μου μετέωρο και μόνο.



Κυριακή 23 Ιουλίου 2017

ΣΤΑΥΡΟΣ ΜΠΟΥΡΔΑΚΗΣ (7)

                                             ΨΥΧΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ


Σήμερα βαριέμαι πολύ, ένας πονοκέφαλος μου κάνει παρέα από το πρωί. Όταν απομακρυνθεί δεν γνωρίζω ποιο ψυχικό κλίμα θα πάρει τη σκυτάλη. Μου τράβηξε την προσοχή ένα κυπαρίσσι στο βάθος. Χρόνια μένω εδώ και δεν το είχα προσέξει. Λογικά θα υπήρχε. Στέκεται σαν παραστάτης δίπλα σ΄ ένα μοντέρνο κτίριο. Ο αέρας το λικνίζει. Για λίγο ακουμπά στον τοίχο και πάλι απομακρύνεται. Ώσπου παύει να φυσά και επανέρχεται στη θέση του. Αισθάνομαι ότι κάπως έτσι αιωρούμαι και γω από τα συναισθήματα μου, αλλά δεν επανέρχομαι πάντα με τέτοια ακρίβεια σε κατακόρυφη στάση! Έχω πόδια σε αντίθεση με τα δέντρα και μπορεί να βρεθώ σε άλλο σημείο ή να κάνω διάφορα πράγματα που αυτά δεν μπορούν να κάνουν. Υπεύθυνος είναι πάντα ο εσωτερικός αέρας που δίνει ορμή . Είναι πολύ μεγαλύτερος μαφιόζος από ένα αθώο νοτιά και δεν ξεγελιέται από τις καιρικές συνθήκες. Ζει στο δικό του κλίμα. Μπορεί να σε πάει χωρίς να το καταλάβεις μέχρι και στον πιο μακρινό πλανήτη από την ευρηματικότητα και την περιέργεια που τον διακρίνει. Αν σταματήσει να φυσά μένεις και συ ακίνητος σαν το δέντρο. Ανήμπορος να πράξεις και τα πιο ασήμαντα. Αυτά τουλάχιστον ακίνητα παράγουν καρπούς, εσύ ακίνητος δεν παράγεις τίποτα.



                                                      ΓΛΥΚΙΑ ΑΠΟΤΥΧΙΑ


Όταν αισθάνεσαι ότι πέτυχες σε όλα, νιώθεις υπέροχα, δεν βρίσκεις πια τίποτα άλλο να κάνεις και αναρωτιέσαι για τη συνέχεια της ζωής σου. Τότε είναι που έχει ανοίξει το βάραθρο της πτώσης, έτοιμο να σε καταπιεί! Πας ένα βήμα πίσω τρεκλίζοντας από τη μέθη της επιτυχίας και πέφτεις μέσα, νιώθοντας ευτυχισμένος ακόμα και την ώρα της αιώρησης. Χτυπάς κάτω και απολαμβάνεις για ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου μέχρι και αυτόν τον χτύπο στον πάτο της αβύσσου. Σε λίγο θα αρχίσουν οι πόνοι συνοδευόμενοι από πλήθος επιδοκιμαστικών φωνών από άλλους πεπτωκότες, που χαίρονται την άφιξη σου, για να ξεχαστούν και να νιώσουν ότι δεν είναι μόνοι σε αυτόν τον κόσμο. Εν χορώ, ανάμεσα σε φλόγες και οράματα τετελεσμένων ονείρων, θα τραγουδήσετε όλοι μαζί ύμνους και ωδές στην αποδημία του οργισμένου ρόδου.




                                               ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΕΝΟΡΑΣΗ


Σύμφωνα με τον φιλόσοφο ο κόσμος έχει τέτοια ενότητα πια, που αν πετάξει μια πεταλούδα σε κάποιο μέρος του κόσμου, μπορεί να έχουμε εξελίξεις, που θα επηρεάσουν όλο τον πλανήτη. Θα προσφέρω και γω το λιθαράκι μου στην λάξευση της ανθρώπινης διάνοιας, χωρίς διάθεση να ειρωνευτώ, απλά χάριν της ποιητικής εικόνας. Λοιπόν, αν στο Μέλανα Δρυμό το πελώριο δάσος στη νοτιοδυτική Γερμανία στο κρατίδιο της Βάδης-Βυρτεμβέργης ανάμεσα στον ποταμό Ρήνο δυτικά και στις πηγές του Δούναβη νότια, φταρνιστεί ένας σκίουρος και συμπέσουν οι κατάλληλες χωροχρονικές συνθήκες, τότε είναι πολύ πιθανό να γκρεμιστεί η Ακρόπολη!



                                                   Η ΒΑΔΙΣΤΗ ΛΕΥΚΑ

Ένα μικρό τσουβάλι με βιβλία, που περιμένουμε να ωριμάσουν, βρίσκεται στην αποθήκη της βιβλιοθήκης. Δαιμόνιοι βιβλιοθηκάριοι έχουν καταλάβει την αξία του και φροντίζουν επιμελώς να μην μαθευτεί τίποτα για την ύπαρξη του. Ένας έκανε το λάθος να το πει στη γυναίκα του και εκείνη όταν θέλει να βγει βόλτα, απειλεί, ότι θα το αποκαλύψει και πετυχαίνει το στόχο της και βγαίνουν. Είναι βέβαια καλή και σέβεται την αξία των γραμμάτων και δεν απαιτεί κάτι παραπάνω. Την μέρα της ωρίμανσης έχει κανονιστεί μυστική συνάντηση με επιφανείς λογοτέχνες για να γίνει η μοιρασιά. Ως αντάλλαγμα θα δωρίσουν μέρος της βιβλιοθήκης τους. Έχουμε υποκλέψει μια μικρή ιστορία και την παρουσιάζουμε:


-Ανθεμίων ξακουστέ άντρα γιατί δεν με θες για γυναίκα σου;
-Φιλαρέτη είσαι πολύ χαρωπή, μιλάς και γελάς συνέχεια.
-Αν είναι έτσι θα αρχίσω να κλαίω.
-Ούτε να κλαις θέλω, να κάθεσαι σε μία γωνία, να είσαι λιγομίλητη και όταν είναι έτοιμο το φαγητό να με φωνάζεις.

Η Φιλαρέτη βυθίστηκε σε σκέψεις και ο Ανθεμίων κορδώθηκε αισθανόμενος το γλυκό συναίσθημα της επιβολής. Έγιναν τελικά σύμφωνα με τα γραφόμενα της ιστορίας ζευγάρι, μακροημέρευσαν και κάναν μία κόρη, η οποία γοητεύτηκε από το φεμινιστικό κίνημα. Ασκούσε ως αποτέλεσμα διαρκώς κριτική στη μάνα της. Οι δύο ευτυχείς γονείς την έβρισκαν χαριτωμένη, αλλά ανησυχούσαν πολύ, όταν κατέβαινε στις διαδηλώσεις. Έγινε δεινή μεταφράστρια ιαπωνικών και δεν προλάβαινε να τρέχει σε συνέδρια για να μεταφράζει. Η διήγηση σταματά στα εικοσιεφτά της έτη, πάνω που ετοίμαζε βιβλίο για την ιστορία της γυναίκας στην Ιαπωνία. Δυστυχώς δεν έχουμε μαρτυρίες για το περιεχόμενο. Οι γονείς της της είχαν δώσει το όνομα Βαδιστή Λεύκα, καθώς ο πατέρας λάτρευε τους Ινδιάνους και την άγρια φύση. Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου θρυλείται ότι βρίσκεται το εξής τετράστιχο:

Γυναίκες υποτακτικές
στα βάθη των αιώνων
τα φύλα μεταλλάχθηκαν
την σήμερον ημέρα.






                                                  Ο ΗΛΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ


Το λυκαυγές χαριεντίζεται με τις νότες της μουσικής των πουλιών, που πλημμυρίζουν τα δέντρα. Ο ήλιος, άλλοτε μοιάζει σαν κρόκος αυγού, άλλοτε σαν πορτοκάλι, άλλοτε σαν χαρωπός θεός, και μερικές φορές σαν αυτό που μπορεί να είναι, μια πυρακτωμένη μάζα στο μοναχικό σύμπαν. Τα παιδιά τον ζωγραφίζουν να χαμογελάει. Οι ποιητές, του απευθύνουν μέχρι και τον λόγο. Άλλοι άνθρωποι πιο πρακτικοί, στήνουν περίεργες μηχανές και αξιοποιούν τις ακτίνες του, για να αποκομίσουν ενέργεια ή για να πλύνουμε τα πιάτα και να κάνουμε μπάνιο. Μερικοί μαυρίζουν την πλάτη τους στις παραλίες, ενώ τα φυτά τον ρουφάνε, έχοντας την πιο βαθιά σχέση με τις ακτίνες από όλα τα πλάσματα. Όταν κάθεσαι στο δωμάτιό σου, μια μουντή ημέρα και ξαφνικά ξεπροβάλλει και το φωτίσει, αμέσως φωτίζεται και η ψυχή σου. Είναι αφορμή για να πάρεις κάποιον για να βγείτε βόλτα. Ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει να κατοικήσει κάποτε μακρινούς πλανήτες, αλλά εκεί δεν θα πάει λογικά ποτέ. Περίτεχνοι υπολογισμοί γίνονται, από τα πιο λαμπρά μυαλά, για το πότε θα σβήσει, που συμπίπτουν με την πιο ασφαλή πρόβλεψη για το τέλος της γης, μαζί με αυτές και για την πρόσκρουση κάποιου μετεωρίτη. Αν δεν προλάβουμε, βέβαια, εμείς οι ίδιοι στο ενδιάμεσο διάστημα, να την ανατινάξουμε. Εκεί που πριν κάποιες χιλιετίες, ο άνθρωπος δεν μπορούσε να αρθρώσει μία λέξη, τώρα μπορεί να αφανίσει όλη τη γη. Και αυτή αμύνεται σθεναρά, για να γλιτώσει με διάφορους τρόπους. Όπως με την μεταλλαγή των ασθενειών, τους σεισμούς, τους καταποντισμούς και τους πολέμους. Μέχρι και τούτοι μπορεί να πηγάζουν από σκοτεινά φυσικά αίτια, και όχι μόνο από επιφανειακές αξιώσεις επεκτατισμού των εθνών και των κοινωνικών ομάδων. Άλλωστε το λέει και ο λαός: «Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου». Ή αν πάρουμε την θεολογική σκοπιά, που μπορεί να έχει επέκταση και στην φυσική, με μια ευρεία έννοια: «Άγνωστες οι βουλές του Κυρίου».

Εκείνος ο άνθρωπος, που νομίζει ότι είναι κύριος του εαυτού του και κατακτά και κυριαρχεί, μπορεί να είναι ο πιο δαιμονισμένος και ο πιο υποτελής στη φύση. Άλλωστε αυτό φαίνεται στα μάτια των πιο απλών συνανθρώπων του, που τον κοιτάνε με δέος και τον φοβούνται. Στο τέλος δε, μη μπορώντας να κάνουν και αλλιώς, τον πιστεύουν και τον ακολουθούν. Και ο ήλιος φωτίζει αδιάκριτα, τόσο τις σφαγές, όσο και τα πιο ευγενικά μας επιτεύγματα. Μη όντας δημοκράτης, άλλα έχοντας τη δικιά του φύση.




                                                   ΤΟ ΓΕΛΙΟ ΣΟΥ


Είναι το γέλιο σου χοάνη με μυρμήγκια, που απελευθερώνεται στο σώμα μου και το αναστατώνει, κάνοντάς το να μορφάζει και να τινάζεται για να τα διώξει.
Κυβιστικό σχέδιο των δεινότερων ζωγράφων του 19ου αιώνα, που προκαλεί άνοιγμα στη βαλτωμένη σκέψη.
Μαθηματικός τύπος, λαξευμένος και δισεπίλυτος για τα καλύτερα μυαλά της Οξφόρδης, που είναι πιθανό να μη λυθεί ποτέ.
Φιλοσοφικό θεώρημα, που θα έφερνε στους κριτικούς φιλόσοφους της Γερμανίας παραζάλη, και θα τους οδηγούσε σε φλογερή αντιπαράθεση.
Μέθοδος προσηλυτισμού των πιο πνευματικών ιερέων σε αλλόθρησκο, που τους κοιτά με δέος και πίστη για τη νέα αγγελία.
Είναι το γέλιο σου σαν τα μουσικά κακαρίσματα της κότας, στο χωριό μου, που με κάνουν και μένα και γελάω και μου έρχεται να τις κυνηγήσω.
Όταν δε γελάς, γίνομαι όπως η βραχυκυκλωμένη τηλεόραση, αναζητώ σαν τον εθισμένο τηλεθεατή πάλι την εικόνα του γέλιου σου.
Σαν τον ευαίσθητο αστυνομικό που βλέπει παντού παραβάσεις, όταν γυρίζω από την συνάντησή μας, τακτοποιώ τα πράγματά μου και επιβάλλω στο δωμάτιο πειθαρχία.
Είναι το γέλιο σου αντίδραση σε ερωτικούς λόγους, που ψελλίζουν παιδαριώδη χείλη, κι ευθύς μόλις τα φωτίσει, τα κάνει και σωπαίνουν.



                                               ΔΕΝΔΡΟΠΟΛΕΜΟΣ

Τα δέντρα της αρχαίας πόλης έβγαλαν τις ρίζες τους με τα κλαδιά τους κι έφυγαν τρέχοντας για το κοντινότερο δάσος, για να γλιτώσουν! Στο δάσος δημιουργήθηκε συμφόρηση και από το γηραιότερο δέντρο του, κηρύχτηκε άμυνα μέχρις εσχάτων. 
Είναι ο περίφημος δεντροπόλεμος, που έλαβε χώρα στο βουνό, βόρεια της πόλης, πριν πολλά χρόνια. Λέγεται ότι τα νεκρά δέντρα, από τους σακατεμένους τους κορμούς, πέταξαν ανθρώπινα χαρακτηριστικά και δημιούργησαν τον γειτονικό οικισμό που ονομάστηκε Δεντροκορφή. 
Οι νικητές έστησαν μνημείο στην Δεντροανδρεία και για πολλά χρόνια ήταν ενθύμιο για αυτούς, για το απαράμιλλο θάρρος που έδειξαν σε μια δύσκολη ιστορικά στιγμή. Μετά από χρόνια οι ψυχές των ηττημένων δέντρων, που ήταν άνθρωποι πια, σακάτεψαν το δάσος με τα τσεκούρια τους και πήραν την εκδίκησή τους, για να μπορούν να ζεσταθούν το χειμώνα και να κάνουν όσες άλλες δουλειές χρειάζονται ξυλεία.
 Η ακριβής εξέλιξή τους είναι άγνωστη και ο θρύλος δεν αναφέρεται περισσότερο σε αυτούς. Στο τέλος του αναφέρει μόνο ότι συνήθιζαν να τραγουδούν τα περίφημα δεντροτράγουδα.


(Θρήνοι και Μύθοι)


















Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

ΝΙΚΟΛΑΣ ΚΟΥΤΣΟΔΟΝΤΗΣ (5)

Ο ΨΑΡΑΣ

Ο ψαράς που μαχαιρώνει τα μπαρμπούνια
κόβει τα κουμπιά των πουκαμίσων ένα –ένα.
Άνεμος που σπρώχνει το κλαδί και σπάει τζάμια
ο βραχίονας του το κλαδί ηλιοκαμένο.
Πού να κρύβεται ο άνεμος;
Κέντρο πόλης
φέτες καύσωνα στην τσέπη
αγοράζω όσο –όσο την ελευθερία
λίγη θάλασσα μαχαίρωσε και τύλιξέ μου
ν’ αναπνεύσω.



ΑΠΟΛΥΜΕΝΟΣ

Έχω φόρτο ν’ αποτρέψω αυτό το τρύπημα
σαν να μην κατέβαινε στα χέρια αίμα
σαν το κεφάλι ένα ξερό νεκροταφείο αυτοκινήτων
κι όλο το σώμα σε υπερδιέγερση
και το χαμόγελό μου λείο
σαν υπαίθρια τσουλήθρα στο φεγγάρι
μα δεν έφτανε
έχουν σμικρύνει την καρδιά μου τόσο
να χωράει στα σερβίτσια
κι έχουν δουλειά οι μπάτσοι που διαβάζουν Λούκυ Λουκ
κι αλλάζουν με περίστροφο σελίδα
κι έχουν δουλειά τ’ αφεντικά και τζάμπα ρεύμα
γιατί ‘ναι ικανοί πολύ
να μπήγουνε θεμέλια στον ύπνο των ανίκανων.
Τ’ ανάστημά μου στον καμμένο Υμηττό
τα μάτια μου δυο πτώματα κουκουναριών
δεν γνώρισαν, δεν είδαν
άλλο απ’ άφωνα μικρά ζωάκια
να σκαλίζουνε στ’ αποκαϊδια για τροφή.

Έχω φόρτο ν’ αποτρέψω να σκιστεί η αναπνοή μου
που τη μετρούν με τεχνικές της γιόγκα
θα πιω ένα μπουκάλι με χυμό από ρόδι
και βιταμίνες πλούσιες
για ν’ αποδώσω ένα μυαλό πειθήνιο
να παραδώσω σώμα ολόκληρο για επένδυση
δοκιμάστε με
αν τα σκευάσματα των φαρμακευτικών βοηθάνε
ν’ αγοράσω
θ’ αποστηθίσω τις βουλές
για τη σωστή στάση του σώματος
θα πιάνουνε τα χέρια μου
θα σας αφήσω ασπροπρόσωπους.

Έχω φόρτο ν’ αποτρέψω την ατομική μου ήττα
θα περπατώ στους δρόμους δίχως αύριο
κι απ’ τα στενά θα ξεπηδά το ξεθεμέλιωμα
στο δαίμονα να πάτε στυλοβάτες
στο διάολο ικανοί
σωματοποιημένα ομόλογα
ασφάλεια με περούκες και κουρέλια
κριτές με δάχτυλο σπαθί
καθηγητές οικονομίας με Paul Frank
Αμίτες με καινούργια σλόγκαν
απ’ τα στενά θα ξεπηδούνε νεαρά
μεγάλα σφυροδρέπανα
και θα γελώ γερά
χαμένος μες στο πλήθος.



ΑΧΑΡΝΩΝ

Όσα κλέβει η ματιά απ’ τα παράθυρα
ειν’ άκρες κρεβατιών,
άδεια βάζα, κάδρα, κομοδίνα,
κάποιο σώμα πίσω απ’ την κουρτίνα
και τα μεσημέρια μοιάζουν ψηλότερες
οι πολυκατοικίες.

Στο δρόμο μία μελαμψή κοπέλα με μαντίλα
διασχίζει τις γραμμές του ήλιου
με τους χιλιάδες κόκκους σκόνης των κατεδαφίσεων.
Δεν διαβάζω των βημάτων της τη γλώσσα,
ούτε τ’ αγιάζι πώς μου γνέφει
με την ηλεκτρισμένη φούστα της.

Παρά δίπλα σ’ ενα αραβικό παντοπωλείο
να πρόσεξε κανείς κείνο το αγόρι
που με καμάρι φίλησε τον νεογέννητο αδερφό του;



 ΑΓΑΠΑΩ

Ακέφαλα δέντρα απλώνουν τα κλαδιά τους
να πιάσουνε τον ήλιο
κι εγώ σου είπα σ’ αγαπάω.
Μα τι ωραία λόγια, παραδέχτηκες
ανοίγοντας του τραίνου το παράθυρο
να τα ρίξεις βιαστικά στην κίνηση.

Να ‘σμιγαν, πρόσμενα, οι καρποί,
να χάσουν κάθε πρακτικότητα
κουβαλώντας σύννεφα ανάσας
βαθιάς, σαν ορυχεία τούρκικα
και γύρω οι φαντάροι να σκίζουνε το δέρμα τους
πλέκοντας κονσερτίνες στην περίφραξη.



ΤΑΞΙΔΙ ΑΕΡΟΠΟΡΙΚΟ

Κρύωνες σ’ ένα παγκάκι παιδικής χαράς.
Με ό,τι σάρκα έβρισκα στο κρύο
σε σκέπαζα.

Όταν με ξεβόλεψες στον καναπέ
χυμώντας με το σάλιο σου στους φόβους μου
ήσουν περίπτερο στην Πατησίων με φωτιά.

Υπήρξε εκείνη η νύχτα όταν με ξέντυσες.
Το δωμάτιο καταποντίστηκε
το πέτσινο κολύμπαγε με το χαλί
τα σύνεργα γυμναστικής και τα βιβλία
βούλιαζαν ασυμμάζευτα.

Έπρεπε να φύγεις.
Μας χώριζαν δύο πελάγη
γεμάτα αόρατα σκυλόψαρα.

Χαλκομανία στον καθρέφτη
και η φάση πήρε την πορεία
άτακτου πλήθους σε αγώνα μ’ επεισόδια.






Τετάρτη 7 Ιουνίου 2017

ΜΑΞΙΜΟΣ ΤΡΕΚΛΙΔΗΣ (5)

Από την ενότητα Εωθινά Βαλς ενός μόνου      

Ι

Κουράστηκα αιωνιότητα τις ομορφιές των ονομάτων
Θέλω να είμαι αυτός που θέλω να είμαι
Μια ξέπνοη αρμυρήθρα στ’ ακρογιάλι
Που μάταια προσπαθεί μεσημεριάτικα
Να δροσίσει την ξέγνοιαστη μυρμηγκότρυπα
Για την οποία διόλου δε γνωρίζει
Πως έχουν χρόνια τώρα αφήσει τα μυρμήγκια.



VII

Αυτή τη νύχτα κι έπειτα την άλλη νύχτα
Τις βλέπω που μουδιάζουν το σκοτάδι
Σα να ‘ταν όλα μια χαράδρα των νευρώνων
Σα να ‘ταν όλα μια ανεύρετη ζωή
Νιώθω την κούραση ενός νεκρού
Καθώς τον ικετεύουν να γυρίσει πίσω

Λευκές φωνές κι ύστερα ξένο, πολύ ξένο φως.



VIII

Ένα κοιμάται παιδί ζωντανεύει στα πλατάνια [...]
Δοκιμάζει την ανθρώπινη σιωπή
Προβληματίζοντας τους άτσαλους ανέμους
Που ρίχνονται νοσταλγικά στ’ αρυτίδωτα κυπαρίσσια
Ενόσω συνεχίζει ατάραχο να βλεφαρίζει ερωτήματα
Μέσα από χρονολόγια προσώπων που δεν υπήρξαν
Δεν υπάρχουν δεν θα υπάρξουν καν
Κλείνοντας συμβόλαιο με τη ζωή για μια στιγμή
Με option τη μία αιωνιότητα

Γύρω φαινόμενα απατούν μα η σκέψη πεισματάρα
Ούτε που αγχώνεται λιγάκι για το γάμο της
Γαβγίσματα απ’ το πουθενά και γέροι κάτασπροι
Πιο άσπροι κι απ’ την παθογένεια
Φεύγουνε μαύροι και γυρίζουν κίτρινοι

Το παιδί σηκώνεται να ξεκουράσει τον ίσκιο του δέντρου

Κι ο ουρανός που κατεβαίνει άθελά του
Κρεμιέται απ’ τις κλωστές που δεν μας κράτησαν.


Caspar_David_Friedrich_-_Der_Mönch_am_Meer


XX

Σήμερα αγαπώ τον κόσμο με μια πρωτότυπη μετριότητα, αδιαφορώντας για την προίκα του ανθρώπου, τα «δήθεν» και τα «δεηθώμεν». Τα μάτια μου φανατικοί οπαδοί δακρύων και δέντρων, ζητωκραυγάζουν για ένα ακίνητο βλέμμα ή μια ζεστή βροχή.
Έχω καιρό πει αυτά που θέλησα, όμως το χάραμα βιάστηκε κι ήρθε απ’ τις πέντε παρά και με βρήκε απελπιστικά εδώ, κι όμως, πάλι, τόσο δα ευτυχισμένο, ικανό να λησμονήσω μέχρι κι αυτά που δεν συνέβησαν ποτέ.
Ακούω τα πρελούδια του Μπαχ κι η λέξη μεγαλείο αλαφρώνει, το κύρος που δανείζεται ο ουρανός από το χώμα, σκέφτομαι. Ποιος θα το πίστευε; Ίσως εν τέλει και να ζω.
Ύστερα πάλι, τέτοια φτηνή φιλοδοξία ποτέ μου δεν την επεδίωξα, ούτε όταν στρίμωχνα τον αέρα κάτω απ’ το κρεβάτι μου για να κρυφτεί από εμένα, ούτε όταν σερνόμουν στο πάτωμα κάνοντας τον σκύλο για να δω αν τρελάθηκε ο κόσμος. Ο κόσμος, ναι, που σήμερα αγαπώ, δίχως εξαιρέσεις και ονόματα, παρά μονάχα με τη βαθύτατη, ειλικρινέστατη ντροπή τού να υπάρχεις.



XXVII

Με λίγο τριμμένο δενδρολίβανο στο κεφάλι θα παραμείνω να θαυμάζω το μέρμηγκα π’ ουδέποτε ζήτησε την παρτιτούρα απ’ το τζιτζίκι παρά κοίταξε τις γρατσουνιές στον ουρανό κι υποσχέθηκε να παραμείνει ένας πιστός στο χώμα θα συνεχίσω να τραγουδώ στον λίγο Άραχθο και στον πολύ Αχέροντα τα τραγούδια που σφύριζε ο Ηράκλειτος βρεγμένος σαν παραθύρι και να μετράω μ’ ένα μοιρογνωμόνιο τον ουρανό σαν κάποιο άπειρο παιδάκι που ‘χει πιστέψει τόσο βαθιά το άπειρο σαν την αχτίδα που καρφώνεται ανάμεσα από δυο κλαδιά και υποκλίνεται στο χώμα.


(Εωθινά βαλς ενός μόνου)


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΑΛΑΝΗΣ (6)

ΑΠΟΡΙΑ

Τους είδα τα χαράματα να βγαίνουν απ’ την πόρτα σου. Κατηφορίζανε για
τον σταθμό του μετρό¨ δεν μπόρεσα να διακρίνω τα πρόσωπά τους. Ξύπνησες αργά το
μεσημέρι, και βρήκες τον πατέρα σου να μαγειρεύει. Πειραματίζονταν με μια καινούργια
σάλτσα. Έκοβε προσεκτικά τα υλικά. Δεν βλέπει σχεδόν καθόλου πλέον. Κάθισε μαζί σου
στο μπαλκόνι ώσπου να γίνουν¨ μια γυναίκα πέρασε το δρόμο¨ σε ρώτησε αν είναι
όμορφη. Εκείνη, στάθηκε μια στιγμή¨ γύρισε και χάθηκε μέσα στο στενό... Εμένα τι με
χρειάζεσαι; μήπως δεν τα βλέπεις και μόνος σου;




ΣΕ Ο,ΤΙ ΣΧΕΔΙΑΖΑΜΕ

Ας τ’ αναβάλουμε για μια καλύτερη μέρα.
Δεν βλέπω ν’ αραιώνουνε τα σύννεφα
προτού νυχτώσει.
Κι ούτε που φάνηκαν ακόμη
δυο πετροχελίδονα να κάνουν κύκλους
γύρω από τα βράχια.

Άλλωστε τον άλλο μήνα θα ψηλώσουνε τα στάχυα.
Το χώμα θα είναι πιο ζεστό
οι πληγές στα πόδια μας λιγότερες
κι ο ξένος, αν έρθει για να βρει λίγο σιτάρι,
καλύτερα μην δει το σπίτι άδειο.




ΣΤΟ ΠΑΡΕΚΚΛΗΣΙ Τ’ ΑΪ ΝΙΚΟΛΑ

Βγήκαμε στη στεριά ψάχνοντας έναν ίσκιο να ξαπλώσουμε.
Βρήκαμε ένα ερημοκκλήσι¨ ήταν χτισμένο μες στο βράχο.
Η πόρτα του ήταν κλειστή¨ προσευχηθήκαμε¨ δεν άνοιγε¨
ξαναγυρίσαμε στη θάλασσα εξαντλημένοι.




ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΣΩΣΤΗ

                                                ...σαν τα ψάρια
                                                που ένας μεγάλος άγγελος τραβά
                                                μαζί με τα δίχτυα των ψαράδων.
                                                                                Γ. Σεφέρης, Αγιάναπα Ά

Σταθήκαμε διστακτικά ο ένας απέναντι στον άλλο.
Περίμενα να κόψεις ένα κλαδάκι.
Περίμενες να βγάλω ένα μαχαίρι.
Μας πρόλαβε ο άγγελος με το ανέκφραστο πρόσωπο
μας τύλιξε στα δίχτυα των ψαράδων και μας πήρε.
Παλεύαμε όλη νύχτα¨ εσύ μπόρεσες και βγήκες.
Εγώ έμεινα πίσω¨ περιμένω να με τραβήξουν¨
δυο άγνωστα χέρια.




ΟΡΕΣΤΗΣ

Μόλις με πλησίασες
θάμπωσα τον ήλιο
μ’ ένα πλατύ μαχαίρι
για να μην δει το πρόσωπό σου –
χαμήλωσες τα μάτια¨ με ρώτησες γιατί¨
εγώ αμίλητος
γύρισα το βλέμμα στο παράθυρο
κι ένιωσα το χέρι μου να βαραίνει¨
γνωρίζαμε κι οι δυο
πως τα μαντεία τώρα πια δεν δίνουν απαντήσεις.


Giorgio de Chirico-The Square



                Λησταί, μαθόντες την Εδέμ ληστού λάχος,
                Πίσση λαχείν έσπευσαν αυτήν εμφλόγω.

Ο δρόμος ήταν πέτρινος κι εμείς κατηφορίζαμε.
Από τον θάνατο δεν περιμέναμε τίποτα.
Κι ούτε που φανταζόμασταν πως θα μας έχτιζαν ύστερα
μες στην αιώνια δροσιά των κυμάτων.
Αμίλητοι, ιδρωμένοι, διασχίζαμε έναν τόπο
που έσβησε οριστικά μέσα στο φως του Αυγούστου.
Δεν δείχναμε βιασύνη, δεν καθυστερούσαμε¨

απλώς κατηφορίζαμε. Αυτό ήταν όλο.


(Eπιστροφή)

ΒΑΓΙΑ ΚΑΛΦΑ (6)

ΟΤΑΝ ΚΟΙΤΑΖΩ

‘Οταν κοιτάζω
Έξω απ’ το τζάμι
Σημαδεύοντας
Πέτρινες στέγες
Μυστικές διαδρομές
Κλαδιών και στενών
Καρέ καθαρών ουρανών
Μ’ ένα βλέμμα δραπέτη

Το κρεβάτι στενεύει –τα φτερά δε βολεύονται –
Και το χέρι σου
Μου δυσκολεύει τον ύπνο –τραβήξου

Η κοιλιά που κάνει
Άβολους ήχους
Είναι ένας φόβος πως
Γίνεσαι ανθρώπινος


ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ

Θέλω να σου πω
Κάτι στ’ αλήθεια βαρύ
Απ’ αυτά που η τάξη σου
Έχει αφορίσει
Να στήναμε επιτέλους
Έναν γερό καβγά
Και να κάναμε έρωτα μετά –δε θα έπιανε
Εσύ θα θιγόσουν
Κι εγώ θα ζητούσα τελικά
Γελοία συγγνώμη

Θέλω να σου δείξω το άχτι μου –δε θα τ’ άντεχες
Θα μ’ έπαιρνες εκείνη
Την όλο υγεία αγκαλιά
Που μέσα αρρωσταίνω
Και κάτω από μοναστικές διδαχές
Θα δειπνούσαμε
Όλο μακροθυμία και πραότητα –έτσι
Σωπαίνω
Πειράζοντας ανόρεχτα
Το τέλειο φαγητό
Στο τέλειο σερβίτσιο
Με το τέλειο

Μαχαίρι μου



ΑΠΕΝΑΝΤΙ

Σε βλέπω ξαφνικά μες στα πρόσωπα: λάμπεις
Απορρυθμίζομαι
Οι παλάμες ιδρώνουν
-ξέρεις δα πώς συμβαίνει με τους ερωτευμένους –
Με βλέπεις, τα χάλια μου θα έχω
Τα μαλλιά θα πετάνε, στάζω ιδρώτα
Να κρυφτώ να με πετύχεις τυχαία ομορφότερη
-θα έπρεπε να το είχα προβλέψει γαμώτο
Περνάς από δω τέτοια ώρα –
Βλακείες, αυτά είναι παιδιάστικα πράγματα
Θα σου πω ένα γεια, εξάλλου κι εσύ θα ζεσταίνεσαι
Και θα έχεις παρατηρήσει βέβαια
Πως όλοι δείχνουν θλιβεροί
Με τον καύσωνα, ένα γεια λοιπόν
Κρατάς και τη σακούλα απ’ το βιβλιοπωλείο εξάλλου
Τα καταφέρνω με αυτά
Θα σε ρωτήσω τι πήρες
Θα κάνω ένα έξυπνο σχόλιο μετά
Με λίγη τύχη θα σε μαγέψει το πνεύμα μου
Στρίβεις –δε με είδες; Δεν μπορεί
Ήμουν μπροστά σου
Απ’ την άλλη, φορούσες γυαλιά
Κι ίσως κάτι σκεφτόσουν
Πάντα σκέφτεσαι εσύ

Πράγματα πιο επείγοντα
Φυσικά




ΚΑΝΟΝΙΚΑ

Ξέρω τι θα πεις, έχεις απογοητεύτεί πια –στο εξής
Συνετά θα πορεύεσαι
Πρόσωπα σου έγνεψαν
Κι έφυγαν, προσδοκίες
Διαψεύστηκαν οικτρά, σου τελειώνει
Ο χρόνος και η ίδια υποψία
Επίμονα σε κεντά πως
«Δεν έζησες» -κανονικά δε θα ‘πρεπε
Να συμβαίνει αυτό

Θα έπρεπε να μαζεύονται γύρω σου οι άλλοι
Κι εσύ να έχεις ήδη φτιαχτεί
Σπίτι, καριέρα, λεφτά
-Δόξα φυσικά –κι ίσως κάποια
Παλιά σκάνδαλα

Κανο νικά
Η κοπέλα
Με τα τρία πτυχία δε θα ήταν ταμίας στο μάρκετ
Δε θα υπήρχαν άστεγοι, άσυλα
Φυλακές
Ούτε ασθένειες, φόβος, μοναξιά
Θα πεθαίναμε μία φορά
Αργά και γαλήνια
Στη ζεστασιά ενός πορτοκαλένιου ονείρου
Κανονικά
Θα έπρεπε να είμαι  κι εγώ
Η Μέριλιν Μονρόε
Με πνεύμα Μπουκόφσκι
Να βγάζω τη μια μετά την άλλη τις συλλογές
Να αλλάζω εραστές
Κι εσύ να μου ρίχνεσαι τώρα
Κρύβοντας όπως όπως τις γήινες ήττες σου

Κι εγώ να μη σου δίνω καμιά σημασία

Κανονικά


ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ

Θυμούνται ακόμη
Τη στιγμή της έκρηξης
Σκόρπιζαν στον αέρα
Και τα συντρίμμια τους
Τύφλωσαν τον ουρανό

Τώρα, περήφανα φαντάσματα
Του πιο χαρισματικού εαυτού τους
Επιστρέφουν
Σε πληγές που επουλώθηκαν

Ώσπου η μνήμη
Να γίνει υποχρέωση


ΔΙΑΦΟΡΑ ΑΙΣΘΗΤΙΚΗΣ

Σε περίμενα ετοιμάζοντας
Με προσοχή τα λόγια μου
Δοκιμάζοντας αφές, ύφη κι εκδοχές
Πειράζοντας τα φώτα
Αφήνοντας τυχαία (όχι πολύ μπροστά σου)
Το κερί απ’τον πρώτο μας έρωτα
Με την ελπίδα
Να θυμηθείς να πάψεις –άλλαζα ρούχα
Με πέταγε ο χώρος
Άλλαζα χώρο, τα ρούχα στενά
Φαντασία στο ναδίρ

Όταν μπήκες, στήσαμε τις καρέκλες
Με τα ονόματά μας απέναντι
Παγώναμε καρέ καρέ τις στιγμές
Με έμφαση στην παραμικρή λεπτομέρεια
«Που όλα τ’ αλλάζει» -η ευστροφία σου
Κι η ψυχραιμία που έτρωγες φυστίκια
Πολύ μ’ εκνεύριζαν –σε άφησα εύκολα
Να πιστέψεις πως είχες δίκιο, απόρησες

Είχε χάσει το ενδιαφέρον του πια


(Απλά πράγματα)

Edward Hopper -Sunlight

Δευτέρα 5 Ιουνίου 2017

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΥΡΙΤΣΗ (5)

ΜΥΡΙΟΦΥΤΟΥ ΚΑΙ ΜΑΤΑΛΩΝ

Όταν γύρισα σπίτι
Έλειπε η μέρα
Ο παρονομαστής τού αύριο
Πάτησα το διακόπτη
Και γέμισε το δωμάτιο μεταλλική συννεφιά
Δε θα ‘πρεπε να βλέπω φόβο πίσω απ’ τις κουρτίνες
Το σύρσιμο του σκοταδιού κάτω απ’ τα έπιπλα
Στο χαλί της ερήμωσης
Μέσα στις ντουλάπες σταφύλια σιωπής στ’ ακρόρουχα
Δε χρειαζόμουν το φόβο
Την οχλαγωγία των δευτερολέπτων

Μπουκιές φωτός απλοποίησαν
Την εικόνα του δωματίου
Αρκετά για να δω πως ήμουν
Μόνη παρέα με τα παπούτσια που
Μόλις μου ‘χες βγάλει.



Ο ΚΟΠΟΣ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ

Χρόνια μακριά απ’ το κάδρο σου
κατέληξα να μετρώ δευτερόλεπτα των μαλλιών σου
να χαϊδεύω τις άκρες του σεντονιού
στην αδράνειά τους

πεζοδρομήθηκαν τα όνειρα
από ‘να σημείο στίξης σου
Λεπτές άκρες ερήμωσης
κρέμονταν στο μέτωπό σου
Ποίηση η κούρασή σου

Εκεί άρχιζε το σκοτάδι να μιλά:
Ένα σακούλι κόκαλα είσαι
να συντηρείς τις απορίες μου
θα χαθείς αν με περπατήσεις

Και έκλεινα τις κουρτίνες
Κι έκλεινα τον εαυτό μου
Και σ’ έκλεινα έξω απ’ την αντοχή μου
                                                                πριν κλείσω το φως

Αδιέξοδος ο κυβισμός της ύπαρξης



ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΑ ΕΞΗΜΕΡΩΣΗΣ

Πάει καιρός που καταπίνουμε πολέμους
Απ’ τα αρχαία σανδάλια περπατάμε προς την
Αιματοχυσία.
Εξευγενίσαμε τα βέλη
Τα βάζουμε και κάτω απ’ το μαξιλάρι μας
Σε κάποια αίθουσα τέχνης
Ή σε γυάλινα τετράγωνα σαν πεταλούδες.
Σκέτος πολιτισμός (πολλών καρατίων)
Έγιναν τα τσεκούρια κατοικίδια
(Μα οι αστραπές δε σκοτώνουν, σχίζουν απλά και μοιάζουν με τρόμο
Με την ουράνια πληγή της κατηφόρας)
Ό,τι καταστρέφει είναι στο mute.
Δεν αφήνει ίχνη, μόνο αποδείξεις της ταραχής του.
Γενοκτονίες με το γάντι, ως και η τρέλα σαστίζει μπροστά τους.
Ασύλληπτη η νέα εκδοχή της αγριότητας.
Κινδυνεύουμε πια απ’ τις πισίνες.
Την αντιβίωση.
Τα σανίδια σωτηρίας.
Τις εξόδους κινδύνου που σε απομακρύνουν απ’ το ορατό
Για να σε ρίξουν κατευθείαν στο άπατο.
Με ακρίβεια Ελβετίας.

(Σκύλος αδιόρθωτος προστατεύει τη μαντική μας.
Ίσως να ‘ναι τυφλός)

 
Anselm Kiefer- Burning Rods

ΣΤΙΣ ΕΚΒΟΛΕΣ ΤΟΥ ΒΟΛΓΑ

Κάπου σ’ ένα λιμάνι χλωμό
Από αλάτι και πέτρα
Μπροστά στους κάβους

Μας είχε συνεπάρει η ιδέα πως η ζωή συνεχίζεται
Χιλιάδες μικροί ναυπηγοί
Ανθοκομούσαν αφρούς
Για την ανακαίνιση των υδάτων

Δεν είχαμε προσέξει τη σκουριά στις καρίνες
Την ανθοφορία του γήρατος
Τα μάτια μας είχαν πολλά νιάτα
Το φως κεντούσε στο δέρμα
Τη συμμετρία της προσμονής
Βόαζαν καπνούς τα κύτταρα
Δε χώραγε η φθορά στης ανεμελιάς τον εξώστη

Χωράει τώρα όλη τη ζωή

(Κι εκείνα τα ετοιμόρροπα καράβια
Κρεμασμένα πάνω απ’ τα νερά
Να μας θυμίζουν ότι ξεκινήσαμε από κάπου το ταξίδι)



ΩΜΕΓΑ

Πέθανα όταν δεν ήξερα πώς
αλλιώς να σιωπήσω
(να καρατομήσω το χρόνο)

Το κορμί δίχως σάρκα με κατέκλυσε
πηγάδι ο πηγαιμός
προς τη μετριοφροσύνη της φύσης.
Τα δευτερόλεπτα
λεπτοί ξυλοκόποι της μέρας
πάσχιζαν να τετραγωνίσουν το μαύρο.

Μπήκα από μια ολονύκτια φυγή
Στη δοκιμασία της αμυχής.
Παγωμένα κεριά οι σκέψεις
πετάρισαν στον αρχαίο ελαιώνα.
Δεν ανακάλυψα κάτι πιο παλιό απ’ το θάνατο
(και τον κρότο του σκοταδιού)

Έφυγα με τα χέρια κλειστά
προς τον ελαιώνα που δε θα θυμάμαι πια

(Αλλά κοιτάζω κατά πού τραβάει ο ορίζοντας και
παραμερίζω λίγο ακόμη

για να ξανάρθει κάτι)


(Χειρόγραφη Πόλη)

ΕΥΤΥΧΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ (6)

Χαράζει το χέρι, πάει να πει νοσοκομείο

στο βιβλίο μου ζωγραφίζω ένα τρίγωνο.
στην επάνω γωνία ο θεός, στην αριστερή η γάτα μου,
στη δεξιά το μολύβι.
ειν’ ένα μαγικό τρίγωνο
γιατί
σε μια προέκταση της μνήμης μου
ανεπιθύμητη
οι γραμμές ατονούν και χαλαρώνουν και κινούνται πέρα δώθε
κι ο θεός γίνεται μαύρη ιέρεια, η γάτα μου πάνθηρας,
το μολύβι μου στυλό.

ο πάνθηρας αχόρταγος¨ ποθεί την ιέρεια.
το στυλό ανεξίτηλο¨ τον εκδικείται.
έτσι αφανίζονται τα άκρα
και σώζεται
μονάχο του το θηλυκό
ανίδεη από εξουσία
κέρδισε μια μάχη που αγνοούσε.

λευκός θίασος –έλαχε σε μένα.
κάποιο δώρο θα ‘ταν της ανάγκης,
που με το ραβδάκι της τώρα με βάζει να
παριστάνω την τρελή.
απροπόνητη
αφήνομαι σε κάτι που καλπάζει σαν τα γιατρικά μου κόβω
τα χαρτιά μου σκίζω τα θαυματουργά μου, μια κρύπτη
είσαι –Grotta Azzura –και κάτι σαν γραμμή χαράζει
νέα στραβή, κάτι συμβαίνει με το σχήμα αυτό –τρίγωνο          
διαβολικό –δεν ζωγραφίζεται.



μια αυταπάτη

για κείνη τη μέρα ζω
του φρενοκομείου.
για τη γιορτή του κόσμου,
που όλοι στα σπίτια θα κλειστούν, οι γυναίκες θα κόβουν
τα μαλλιά τους, οι άντρες με ματωμένες μύτες θα κλαίνε,
το ρεύμα θα χαθεί, και το νερό, στην αρχή θα ‘ναι
μόνο σκόνη, και μια καρδιά στροβοσκοπίου
να ρυθμίζει τους τόνους του φωτός, σε θάλαμο παγωμένο
θα ‘ναι όλοι εναντίον όλων, όλοι θα επαναστατούν κατά
της επανάστασης, και θα θρηνούν αλήθειες τρόμο τρέμοντας,
κι ένα μάτι θα ‘ναι μες στ’ αστραφτερά τους δόντια
και γλώσσα κοφτερή πολύ που θα εκστομίζει κορακίστικα
de rerum natura / de natura deorum                  ναρκωμένη
κάπως έτσι θα συσπώνται, έτσι θα σφαδάζουν ώσπου
να τους βγει η ψυχή, θα βγει αυτή κυρία και η μέρα θα ‘ναι
εξαίσια εορτή –απάτριδα γιορτή της εορτής –ενώ εγώ,
μ’ ένα κομμάτι κρύσταλλο στον νέο κόσμο των κατόπτρων,
την ανεξαρτησία θα ζω (όλοι ίδιοι είμαστε –ίσοι και
νεκροί –μπρος στην αιώνια γραφειοκρατία),
δηλαδή εγώ, του φρενοβλαβείου, ούτως ή άλλως εγώ,
και δίχως εξιτήριο, στο σχήμα των πουλιών θα ζω,
κανονικά ζω
και ξαναζώ τη μέρα.



σας δίνει το ελεύθερο

σηκώνω το δεξί, λέω χάιλ στήθος.
κλείνω τα μάτια, λέω χάιλ στόχος.
με τ’ αριστερό στην κοιλιά, λέω χάιλ σημαία.

και πυροβολούν αλύπητα.
κανείς δεν με βρίσκει.

εστιάζουν σε ό,τι λέγεται
-κακόφημη ανυπαρξία, αναίτιο κενό, μπλα μπλα –
και στήνουν στον τοίχο τις λεπτομέρειες.

εγώ όμως ζω
                    -χορεύω χάος
με λένε Μωραλίνα, κι όμως αυτή δεν είμ’ εγώ.

σ’ έναν κάδο η καρδιά μου καίει τα ρούχα της.
για να σώσει η φωτιά της απ’ τα δακρυγόνα
ό,τι αξίζει.

κάπως έτσι αναπνέω.
πώς να το πω απλά;

μέσα στον κόσμο χάνεις
       μόνο νύχτες.


Max Ernst -Foret

 το σύνδρομο της Ιερουσαλήμ

έρχεται η μέρα που όλα σβήνουν.
στα μάτια μια μαντίλα, τα τυλίγει το φως,
και με τη νυχτικιά βαδίζω πάνω στα κάγκελα ακροβάτης.
δεν φοβάμαι πια το ύψος, δεν φοβάμαι το κενό,
ο ίλιγγος ανοίγει χέρι προς τον ουρανό
κι αναμετριέται με τα σύννεφα.

βρέχει ο Μετεωρολόγος.

(πίνουμε
βροχή, πιανόμαστε σφιχτά, τα σώματα ουράνια
και τόξο η μουσική και τα κουμπιά ορθάνοιχτα στο
πέλαγος)

το νερό θα ‘ναι¨ αναστατώνει τον ύπνο μου.
αλμυρό. πολύ αλμυρό¨ αίμα για τα σεντόνια.
ψάξε – ψάξε δεν θα τον βρεις.
κοριτσάκι όχι εδώ. όχι μ’ αυτόν

τα νεύρα μου ντιν –νταν θόλος.
σώμα που σείεσαι, σώσε.
θάλασσα, σώσε με.

κολυμπώ στην ακτή της ουτοπίας μας.
μια τεταμένη γραμμή στο χάρτη μάς χωρίζει.
ο ναός στ’ ανάμεσά μας. συντρίμμια τ’ ανά-
μεσά μας, τείχος δακρύων δυτικό.

στις φλόγες πίσω ποτέ.
(πολιτισμός)

αν κάποτε θελήσεις να μας μάθεις θυμήσου το Kippah μας
κι αν θες να μάθεις την αρρώστια σου, δες, έχουμε ντυθεί
με της μαμάς το νυφικό κραδαίνοντας τα κάγκελα, αρσενική
και θηλυκή αγάπη, αλυχτώντας αγάπη, εμείς μόνο αγάπη
-είχαμε σκορπίσει.


 (Μαύρη Μωραλίνα)



Η ετυμηγορία του ύπνου

Ο συριγμός μακρόσυρτος, θα τον ακούς,
από το φάρυγγα του διαδρόμου.
Μια παιδική φωνή ψηλώνει, σβήνει στο φα•
τρομώδη δάχτυλα τη σαβανώνουν.
Θ’ ακούς και ψιθυρίσματα, υγρά κι αλλόκοτα,
τις νευρικές σελίδες που γυρνούν,
τον παφλασμό των λερωμένων
υφασμάτων.

Κι αν κυματίζεις σε μάγων ραψωδίες,
στου ιδρωμένου σεντονιού τις κούρσες,
πάλι άσωστος βρέθηκες• ο τόπος σ’ εμποδίζει,
και σε κυκλώνουν
ξένα αίματα• αρχαία παλτά
οι συγγενείς, λες και σε ξέρουν.
Στέκουν με χέρια καθαρά
πλάι στο μικρό σου φέρετρο.

Τρελαίνονται οι σειρήνες, κάνει η σφραγίδα σάλτο στο χαρτί,
η επιταγή αλλάζει χέρια
κι ένα κίτρινο γάντι ορθώνεται, δείχνει δεξιά.
Κοιτάζοντας τον Εγγαστρίμυθο
κάτι σκαμμένα πρόσωπα
τις σόλες σέρνουν
προς τη χαράδρα.
Ονόματα οχληρά ηχούν,
και τα κιτάπια,
με σύντομες –των άβουλων– κραυγές,
σφαλίζουν.

Άλλο δεν σφάδασε η νύχτα.                       
Τα ρούχα του φονιά θα ’χουν πλυθεί.
Τόσο νερό κελάρυσε στις ίνες τους.
Τα γρανάζια έβηξαν και σώπασαν
ενώ ο αέρας, τακτικός και με τις φούριες του,
σηκώθηκε να σφουγγαρίσει.

Ησυχία.
Μόνο μια θηλιά μέσα μου
ταλαντεύεται σφυρίζοντας.

Και το πτώμα σου
‒που σαλτάρισε, είπανε.

Γύρισε ξανά πλευρό.



Η απόπειρα της ελευθερίας

Με τρύπιο το σώμα, το φιτίλι να τρέμει,
το ποίημα πυροτεχνουργός.

Μαύρες τολύπες το ξετίναξαν. Οι Μοίρες
παίζανε
γεμάτο ζάρι
-Αλγερία, Τυνησία, Αίγυπτο-
την τύφλα τους λευκό κουτσό.
Λέγαν, θα πάμε από πνιγμό.

Μα μόνο οι λέξεις κατρακύλησαν.
Τα παιδικά σου μάτια θυμούνται
μια έκρηξη. Τον πυρετό
που ανέβαινε
των πεθαμένων.

Ακούς από κάτω
το γδαρμένο γυαλί- 


(Χορευτές)