Πρότυπα

ΠΡΟΤΥΠΑ

Έψαχνε να βρει το σπίτι της μα ήταν χαμένο μέσα στο δάσος. Επέστρεφε από το σχολείο και είχε στην πλάτη έναν τεράστιο σάκο γεμάτο με βιβλία...

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2014

ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΛΕΛΟΣ: Ο ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ


" Έχετε επισκέψεις σήμερα κύριε".
Αυτά ήταν τα πρώτα λόγια του υπηρέτη μου όταν άνοιξε την πόρτα και μου παρέδωσε το παλτό και το καπέλο μου. Θα έπρεπε κανονικά να με ενημερώσει αμέσως για το ποιος με είχε επισκεφθεί και για ποιον λόγο, αλλά αντ' αυτού σώπασε, για να κερδίσει τη χαρά να του κάνω εγώ την ερώτηση. Γνωρίζοντας το μικρό παιχνίδι εξουσίας που έπαιζε, δεν είπα λέξη κι έτσι μείναμε μερικά λεπτά βουβοί, ο ένας απέναντι στον άλλον. Ως συνήθως, υποχώρησα πρώτος και ρώτησα:
"Ποιος είναι ο εν λόγω επισκέπτης;"
" Ένας κύριος. Δεν είπε όνομα. Σας περιμένει στο σαλόνι."
"Και ο λόγος της επισκέψεώς του;"
"Δεν ανέφερε. Είπε μόνο ότι πρόκειται για κάτι σοβαρό και θέλει να σας δει επειγόντως."
    Οι λέξεις "σοβαρό" και "επειγόντως" ήταν αυτές που εντυπώθηκαν στο μυαλό μου από τα λόγια του. Τις έβλεπα μπροστά μου γραμμένες με παχιά, μαύρα γράμματα.

   Προχώρησα προς το εσωτερικό του σπιτιού, προσπαθώντας να μαντέψω την ταυτότητα του επισκέπτη. Σίγουρα δεν ήταν κάποιος από τους λιγοστούς φίλους μου, αφού αυτούς τους γνωρίζει ήδη ο υπηρέτης μου. Άλλωστε ξέρουν πολύ καλά ότι αντιπαθώ τις απροειδοποίητες επισκέψεις. Ούτε επρόκειτο για κάποιο επαγγελματικό ζήτημα, καθ' ότι είναι γνωστό στον κύκλο μου πως τέτοια θέματα τα συζητώ μόνο στο γραφείο μου.
   Η ανικανότητά μου να βρω το οποιοδήποτε στοιχείο για την προέλευση του επισκέπτη, μου δημιούργησε έναν μικρό εκνευρισμό. Μόλις που πρόλαβα να δω με την άκρη του ματιού μου τον υπηρέτη, που είχε πιάσει με τα δυο του χέρια τη συρόμενη πόρτα της τραπεζαρίας και ετοιμαζόταν να την ανοίξει. Τον διέκοψα αμέσως.
"Θα επιθυμούσα να μου σερβίρεις το φαγητό πρώτα".
"Κύριε, ο επισκέπτης σας περιμένει ήδη αρκετή ώρα. Το βρίσκετε σωστό να τον καθυστερήσουμε κι άλλο;"
"Θα τον δεχτώ αμέσως μετά."
    Υπάκουσε με κάποια καθυστέρηση στην εντολή μου. Κατευθύνθηκε προς την τραπεζαρία κι εγώ τον ακολούθησα.
   Δεν ήταν ότι απέφευγα τη συνάντηση με τον άγνωστο επισκέπτη. Απεναντίας, ήμουν πρόθυμος να τον ακούσω με μεγάλη προσοχή και να συζητήσω μαζί του όποιο θέμα τον απασχολούσε. Οπωσδήποτε όμως όχι εκείνη τη στιγμή. Δεν είχα φάει το παραμικρό όλη μέρα στη δουλειά και δεν ήταν βέβαια δυνατό να συγκεντρωθώ σε σοβαρά ζητήματα με το στομάχι άδειο. Αμέσως μετά το φαγητό, θα του αφιέρωνα την αμέριστη προσοχή μου.
    Κάθισα στο τραπέζι κι ο υπηρέτης μου σέρβιρε το φαγητό. Περίμενα να φύγει από την τραπεζαρία για να αρχίσω να τρώω, όπως γινόταν κάθε βράδυ. Διαπίστωσα όμως ότι ο υπηρέτης μου όχι μόνο δεν έφευγε, αλλά είχε σταθεί όρθιος στη γωνία του δωματίου, σε στάση αναμονής. Έμεινα για λίγο ακίνητος, για να του δώσω διακριτικά να καταλάβει ότι δεν σκόπευα να ξεκινήσω το φαγητό μου αν δεν έφευγε. Η επιδεικτική του αδιαφορία με ανάγκασε να του μιλήσω σε αυστηρό τόνο:
"Μπορείς να αποσυρθείς στο δωμάτιό σου. Δεν θα σε χρειαστώ άλλο σήμερα".
    Με κοίταξε σαν να τον είχα προσβάλλει. Υποκλίθηκε και με αργά βήματα προχώρησε προς την πόρτα. Λίγο πριν βγει, σταμάτησε και χωρίς να με κοιτάξει, είπε:
"Μην αμελήσετε κύριε να δεχθείτε τον επισκέπτη. Μου τόνισε επανειλημμένως ότι πρόκειται για σοβαρότατο ζήτημα που σας αφορά προσωπικά".
   Δεν  πήρε απάντηση και βγήκε από το δωμάτιο. Έβγαλα έναν αναστεναγμό κι επέτρεψα στον εαυτό μου να χαλαρώσει. Άρχισα επιτέλους να τρώω το φαγητό μου, που μου φάνηκε ιδιαίτερα νόστιμο εκείνο το βράδυ. Έτρωγα με μικρές, αργές μπουκιές για να παρατείνω αυτή την απόλαυση.
   Τέλειωσα το φαγητό, τράβηξα προς τα πίσω την καρέκλα μου και κάθισα αναπαυτικότερα. Πόσο ήθελα να τελείωνε η μέρα μου εκείνη τη στιγμή. Να μη χρειαζόταν να προσπαθήσω για τίποτε άλλο. Να παρέδιδα για λίγες ώρες την έγνοια του εαυτού μου στον ύπνο. Ταυτόχρονα μ' αυτές τις σκέψεις, μια απότομη νύστα βάρυνε τα βλέφαρά μου. Ο επισκέπτης. Εννοείται ότι θα τον δεχόμουν. Θα ήταν άλλωστε αγενέστατο να τον άφηνα να φύγει, αφού με περίμενε τόση ώρα. Όχι όμως εκείνη τη στιγμή. Δεν ήταν σωστό να του μιλήσω έτσι, με τα μάτια μου να κλείνουν. Στο κάτω κάτω, θα μου ήταν δύσκολο να προσηλωθώ σε ό,τι είχε να μου πει.
   Έκλεισα τα μάτια μου για πέντε λεπτά. Να ξεκουραζόμουν λίγο. Και αμέσως μετά θα σηκωνόμουν να τον συναντήσω. Πέντε λεπτά μόνο.

   Με το που ανοίξανε τα μάτια μου, το βλέμμα μου έπεσε πάνω στο μεγάλο ρολόι της τραπεζαρίας. Πετάχτηκα πάνω έντρομος. Ήταν έξι και δέκα το πρωί. Πώς με πήρε ο ύπνος χωρίς να το καταλάβω; Ανεπίτρεπτο εκ μέρους μου. Κι ο επισκέπτης; Σίγουρα θα είχε φύγει θυμωμένος, θιγμένος από την αγένειά μου. Η επόμενη σκέψη μου ήταν ότι σε λίγο θα ξυπνούσε ο υπηρέτης μου. Θα κατέβαινε από την κάμαρά του, θα καταλάβαινε αμέσως τι είχε συμβεί και το πρόσωπό του θα έπαιρνε μια, γνώριμη σε μένα, έκφραση σιωπηρής αποδοκιμασίας.
   Προχώρησα βιαστικά προς την πόρτα και βγήκα έξω απ' το σπίτι. Ας τα αντιμετώπιζα όλα αυτά το βράδυ, έχοντας ολόκληρη τη μέρα στη διάθεσή μου για να οργανώσω ήρεμα και ψύχραιμα τι θα του έλεγα.
   Άρχισα να περπατάω προς το γραφείο μου, αν και έξω ήταν ακόμα νύχτα. Ο ουρανός ήταν γεμάτος μαύρα σύννεφα, έτοιμα για βροχή. Νιώθοντας την ανάγκη να απολογηθώ στον εαυτό μου, σκέφτηκα ότι, αν ο επισκέπτης είχε κάτι σοβαρό να μου πει, εύκολα θα μπορούσε να βρει τη διεύθυνση του γραφείου μου και να μ' επισκεφθεί εκεί. Με το που θα τον αντίκριζα, θα ζητούσα συγγνώμη για το άπρεπο φέρσιμό μου και θα του αφιέρωνα όσο χρόνο ήθελε. Η σκέψη αυτή με ηρέμησε και η αναπνοή μου βρήκε τον κανονικό της ρυθμό.
   Έφτασα στο γραφείο νωρίτερα απ' ότι συνήθως. Άνοιξα τα παντζούρια να μπει το λιγοστό φως και τακτοποίησα προσεκτικά το δωμάτιο, έτσι ώστε να προϊδεάσω θετικά τον επισκέπτη για το άτομό μου, με το που θα έμπαινε μέσα. Έπειτα κάθισα στην καρέκλα μου και περίμενα.
   Η προετοιμασία μου για τη συνάντηση αποδείχτηκε άκαρπη. Κανείς δεν πέρασε την πόρτα μου εκείνη τη μέρα, πράγμα σπανιότατο. Τόσος κόσμος πηγαινοερχόταν έξω, τόση κίνηση, τόση φασαρία κι εγώ δεν είχα ανταλλάξει λέξη με άνθρωπο από το πρωί. Ένιωθα σα να με τιμωρούσαν για κάτι που είχα κάνει, κάτι που το γνώριζαν όλοι εκτός από μένα.
   Όταν νύχτωσε για τα καλά, έκλεισα το γραφείο και βγήκα στο δρόμο. Ο ουρανός ήταν ακόμα γεμάτος σύννεφα που λες και περίμεναν κάποιο αόρατο σύνθημα για να ξεκινήσουν βροχή. Άρχισα να βαδίζω προς το σπίτι, περνώντας αναγκαστικά μέσα από το πολύβουο κέντρο της πόλης. Άνθρωποι περνούσαν από δίπλα μου, οικογένειες, ζευγάρια, κοιτούσαν τις βιτρίνες, κάποιοι γελούσανε. Μέσα σ' αυτό το πλήθος, αισθάνθηκα ένα αδιόρατο πλέγμα γύρω από τον εαυτό μου που απαγόρευε κάθε επικοινωνία με τον έξω κόσμο. Επιτάχυνα το βήμα μου για να φτάσω όσο το δυνατόν γρηγορότερα σπίτι μου. Το μόνο που ζητούσα ήταν να ξαπλώσω ήσυχα στο κρεβάτι και να αντιμετωπίσω τον κόσμο το επόμενο πρωί.
   Ανακουφίστηκα όταν είδα από μακριά την πρόσοψη του σπιτιού μου. Ένα αμυδρό φως πίσω από την πόρτα ίσα που διακρινόταν. Έσκυψα και κοίταξα μέσα από την κλειδαρότρυπα. Το θέαμα που αντίκρισα, έκανε το στομάχι μου να σφιχτεί. Είδα τον υπηρέτη μου, καθισμένο σε μια καρέκλα με ένα κερί στο χέρι, να κοιτάζει ευθεία μπροστά. Το πρόσωπό του ήταν ασυνήθιστα σκυθρωπό, σα να είχε μόλις πληροφορηθεί κάποιο θάνατο. Κάτι σοβαρό είχε να μου πει όταν θα έμπαινα, αυτό ήταν φανερό. Ίσως να είχε έρθει νωρίτερα ο επισκέπτης και να του είχε αποκαλύψει το ζήτημα που με αφορούσε. Ίσως κάτι ακόμα χειρότερο, που δεν μπορούσε να το βάλει ο νους μου. Ό,τι και να ήταν, δεν ήθελα να το μάθω. Τουλάχιστον όχι εκείνη τη στιγμή.
   Σηκώθηκα, διέσχισα το δρόμο κι έφτασα στο μικρό πάρκο απέναντι. Κάθισα σε ένα ξύλινο παγκάκι κι έσφιξα πάνω μου το παλτό για να προστατευτώ απ' το κρύο. Την είχα πάρει την απόφασή μου. Θα περίμενα μέχρι που ο υπηρέτης θα πήγαινε για ύπνο και μετά θα έμπαινα σπίτι μόνος, χωρίς συνομιλίες, χωρίς ερωτήσεις, χωρίς ειδήσεις.
   Η ώρα περνούσε και το φως δεν έλεγε να σβήσει. Διέκρινα από μακριά ένα γειτονικό ζευγάρι με το παιδί τους, να πλησιάζουν προς το μέρος μου, προφανώς επιστρέφοντας σπίτι τους. Για να αποφύγω τις εξηγήσεις, -ποιες λογικές εξηγήσεις θα μπορούσα άλλωστε να τους δώσω γι' αυτό που έκανα;- έσκυψα το κεφάλι για να μη με αναγνωρίσουν. Πέρασαν από μπροστά μου χωρίς να πουν λέξη, είδα όμως με την άκρη του ματιού, το παιδί, να με δείχνει με το χέρι του και να ψιθυρίζει κάτι στους γονείς του. Μπήκαν σπίτι τους και μόνο τότε σήκωσα το κεφάλι.
   Το κρύο είχε δυναμώσει αρκετά, εγώ όμως συνέχιζα να παρακολουθώ το αμυδρό φως πίσω απ' την πόρτα, περιμένοντας πότε ο υπηρέτης μου θα πήγαινε για ύπνο, για να έρθει επιτέλους και η δική μου σειρά. Κάτι είχε πάει στραβά στη ζωή μου, αυτό το καταλάβαινα. Παρ' όλη μου όμως την προσπάθεια, δεν κατάφερα ν' ανακαλύψω το πρωταρχικό, το βασικό λάθος που με οδήγησε σ' αυτή την ντροπιαστική θέση.
   Κάποια στιγμή το φως πίσω απ' την πόρτα έσβησε. Έδωσα λίγα λεπτά στον υπηρέτη μου ώστε να αποκοιμηθεί και μετά σηκώθηκα και προχώρησα προς την πόρτα μου. Την άνοιξα αθόρυβα, μπήκα μέσα, έβγαλα τα παπούτσια μου για να μην κάνω θόρυβο και, κρατώντας τα στα χέρια, προχώρησα στις μύτες των ποδιών -κλέφτης στο ίδιο μου το σπίτι. Ένα φως άναψε απότομα. Έστρεψα το κεφάλι μου προς τα πάνω και αντίκρισα τον υπηρέτη να στέκεται έξω από την κάμαρά του, θριαμβευτής.
   "Κύριε".
   "..."
   "Ο επισκέπτης σας περιμένει στο σαλόνι".
   "Ήρθε πάλι σήμερα;"
   "Κύριε, δεν έχει φύγει από χθες".
   Ένιωσα τα λόγια του σαν χτύπημα στη ραχοκοκαλιά μου.
    "Μα είναι σκοτάδι στο σαλόνι".
    "Αναπαύεται. Μου είπε να σας πληροφορήσω πως δεν πρόκειται να φύγει αν δε σας μιλήσει. Μισό λεπτό να τον ειδοποιήσω ότι ήρθατε."
   Δεν ήξερα προς τα πού να πάω τα πόδια μου. Κάθε κατεύθυνση μού φαινόταν λάθος. Άρχισα να' ανεβαίνω τα σκαλιά για το δωμάτιό μου. Μπήκα μέσα κι έκλεισα την πόρτα.
   Κάθισα στο κρεβάτι, προσπαθώντας να βάλω μια τάξη στο μυαλό μου. Ανέπτυξα μια σειρά από συλλογισμούς: ο άγνωστος αυτός, για να επιμένει τόσο να με συναντήσει, σημαίνει ότι έχει όντως κάτι σοβαρό να μου ανακοινώσει. Εγώ από την άλλη, δεν επιθυμώ για κανένα λόγο ν' αλλάξει η ζωή μου, έστω κι αν δεν είμαι ιδιαίτερα ικανοποιημένος από την ως τώρα πορεία της. Αυτό που έχει να μου πει ο επισκέπτης, αποκλείεται να μην αλλάξει τη ζωή μου, έστω και ελάχιστα. Κι αυτό είναι κάτι που, τουλάχιστον τώρα, δεν θα ήθελα να συμβεί. Άρα, κατέληξα, προτιμώ να μην τον δεχθώ. Ας έρθει κάποια άλλη φορά, όταν θα είμαι περισσότερο έτοιμος. Θα του ανακοινώσω, μέσω του υπηρέτη μου, ότι επιθυμώ να φύγει από το σπίτι μου.
   Ο συλλογισμός μου διακόπηκε, όταν άκουσα τη συρόμενη πόρτα του σαλονιού να ανοίγει. Πλησίασα και έστησα αυτί. Έντονες ομιλίες ακούστηκαν, χωρίς να μπορώ να διακρίνω τι λένε και αμέσως μετά βήματα στη σκάλα. Με έπιασε πανικός. Η πρώτη μου παρόρμηση ήταν να κρυφτώ στο κρεβάτι μου και την ακολούθησα αμέσως. Ξάπλωσα με τα ρούχα, σκεπάστηκα με μια κουβέρτα και έκανα πως κοιμάμαι. Ένας χτύπος ακούστηκε στην πόρτα μου.
   "Κύριε;"
   "..."
   "Ο επισκέπτης θέλει να σας δει αμέσως. Να περάσουμε;"
   Η πόρτα άνοιξε τρίζοντας. Κράτησα τα μάτια μου κλειστά. Ποιος θα είχε το θράσος να ενοχλήσει έναν άνθρωπο την ώρα του ύπνου; Άκουσα βήματα να με πλησιάζουν -όχι του υπηρέτη που τα γνώριζα- και να σταματούν δίπλα μου. Αισθάνθηκα κάποιον να σκύβει απάνω μου και ν' ανασαίνει στο πρόσωπό μου. Η ψυχή μου μετατοπίστηκε μερικά εκατοστά από τη θέση της. Φοβήθηκα ότι δε θα επέστρεφε ποτέ.
   Η ανάσα απομακρύνθηκε κι ακούστηκαν χαμηλόφωνες διαβουλεύσεις, προφανώς για να μη με ξυπνήσουν. Τα μόνα λόγια που μπόρεσα να ξεχωρίσω ήταν αυτά του υπηρέτη μου:
   "Όπως επιθυμείτε. Θα σας φέρω μια καρέκλα να καθίσετε πλάι του. Μόλις ο κύριος ξυπνήσει, του μιλάτε αμέσως".
   Μια καρέκλα τοποθετήθηκε δίπλα στο προσκέφαλό μου και έπειτα αισθάνθηκα μια ζεστή ανάσα στο σβέρκο μου. Η πόρτα του δωματίου έκλεισε κι ο υπηρέτης κατέβηκε τα σκαλιά.

   Έχω εγκλωβιστεί πια, αυτό το γνωρίζω. Δεν μπορώ πλέον ν' ανοίξω τα μάτια όποτε θέλω εγώ. Θα αποκάλυπτα έτσι στον επισκέπτη την κοροϊδία μου, πράγμα που θα τον εξόργιζε. Δεν έχω άλλη επιλογή από το να περιμένω να ξημερώσει. Τότε μου επιτρέπεται ν' ανοίξω τα μάτια.

  Πόσο πιο απλό θα ήταν αν τον είχα δεχθεί από την πρώτη στιγμή. Όσο σοβαρό και να ήταν αυτό που θα μου έλεγε, δεν θα είχα φτάσει ως εδώ. Καλυμμένος με μια κουβέρτα, έχοντας κλείσει οικειοθελώς τα μάτια.
 
 Δίνω υπόσχεση στον εαυτό μου. Αμέσως μόλις ξημερώσει, θα σηκωθώ, θα ακούσω με θάρρος ό,τι έχει να μου ανακοινώσει και θα προσπαθήσω να συνεχίσω τη ζωή μου με όσο το δυνατόν λιγότερες συνέπειες. Υπομονή ως το πρωί.

  Ακόμα να ξημερώσει. Δεν φανταζόμουν ότι μια νύχτα διαρκεί τόσο πολύ. Υπομονή. Πάντα ερχόταν το φως το πρωί. Τουλάχιστον αυτό δεν με εγκατέλειψε ποτέ. Μέχρι τώρα.
 
 Είναι αδύνατον να υπολογίσω πόση ώρα έχει περάσει. Μπορεί λίγα λεπτά, μπορεί ώρες, μπορεί αιώνες ολόκληροι. Το ίδιο μου φαίνεται. Όλα μέσα στο σκοτάδι ίδια φαίνονται. Πώς να μετρήσεις το χρόνο όταν το μόνο που έχεις να πιαστείς είναι μια ανάσα;

  Ένας φόβος, μεγαλύτερος απ' όλους τους προηγούμενους με έχει κυριεύσει. Μήπως έχω ξεχάσει πώς να ανοίγω τα μάτια μου. Δεν μπορώ να αποκλείσω τελείως αυτή την πιθανότητα. Δεν ξέρω αν θα μου είναι τόσο εύκολο όσο παλιά. Όλα ξεμαθαίνονται. Ακόμα κι αυτό.

  Τόσο ατέλειωτη μου φαίνεται αυτή η νύχτα που η προηγούμενη ζωή μου είναι σα να μην υπήρξε ποτέ, σαν να ήταν ένα ψέμα. Τίποτε άλλο δεν έχει υπάρξει πέρα απ' αυτή εδώ τη στιγμή. Από αυτό το σκοτάδι κι απ' αυτή την ανάσα στο σβέρκο μου.

   Το σκοτάδι αρχίζει και εισχωρεί σιγά -σιγά μέσα μου. Το νιώθω. Τρυπώνει στο μυαλό μου και το σβήνει απαλά. Οι σκέψεις δυσκολεύονται. Να ολοκληρωθούν. Δύσκολο έτσι. Να σκεφτείς. Στο σκοτάδι. Στο τίποτα. Δεν έχεις. Πού να πιαστείς.

   Σκοτάδι. Ανάσα.

   Σκοτάδι. Ανάσα.
 
   Κάτι. Να σκεφτώ. Να κρατηθώ.

   Το όνομά μου. Μια φορά. Θα το σκεφτώ.

   Ξέχασα.

   Ξέχασα.
 
   Ναι. Το όνομά μου:

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΝΤΟΡΡΟΣ: ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ


1. ΤΟ ΡΟΛΟΓΙ

Σε λίγο θα 'σβηνε το ορθάνοιχτο μάτι που μέτραγε απ' το πρωί τη ζωή του εργαστηριού, φυτρωμένο ψηλά στον τοίχο.
   Το χαρούμενο βραδινό θάψιμο του επίσημου ελέγχου.
   Κοιτάζανε όλοι το παντοδύναμο δάχτυλο να σιγοσέρνεται απάνω, θεόρατο, ίσαμε που στο τέλος στάθηκε ολόρθο δείχνοντας την τελευταία στιγμή της δουλειάς. Και πια κανείς δεν το πρόσεξε.
   Άχρηστο, με τους ανόητους κύκλους του μέσα στη νύστα του σκοταδιού. Καμιά εξουσιότητα, ούτε στα ελεύθερα χασκόγελα που 'ριξε η εργατιά φεύγοντας κάπου να ξανάβρει ολόκληρη την ψυχή, καθένας τους σ' ένα δεσμό πιο δικό του.


2. ΣΤΟ ΥΠΑΙΘΡΟ

   Λυθήκανε ένα ένα τα σφιχτοδεμένα σκοινιά της πολιτισμένης μου ομαλότητας. Έξω στο βραδινό κόσμο είχανε πάψει όλα να παίρνουνε μέρος στο πανανθρώπινο έργο. Η γυαλάδα του σκοτεινού άσφαλτου δε με φόβιζε σαν τον ήλιο. Καμιά τύψη πως ήμουνα ένοχος σε σπατάλη της ύπαρξης αν το μυαλό μου και τα χέρια μου σε κάτι δεν δουλεύανε. Πλούσιο το μυστήριο της νύχτας γένναγε μια όρεξη ολόψυχη, ολόκορμη, μακριά απ' την κάθε λογική υποχρέωση. Μια λύσσα ν' αλλάξω τη ζωή μου της ημέρας, γρήγορα, πριν με προλάβει ο μεγάλος φόβος, ο κίνδυνος που από κάπου μακριά τον αισθανόμουνα. Και χύθηκα θολωμένος στα ξεροπόταμα της ανθρωπιάς, παρμένος απ' την κίνηση.


3. ΤΟ ΚΕΦΙ

Στο ταχύ περπάτημά μου τσαλαπατούσα την κάθε μου σοβαρότητα, με μια τραχιά καταφρόνηση για ό,τι καλό πέρασε απ' το νου μου. Κι η κάθε μου μικρότητα ξεχασμένη. Κάθε επεισόδιο. Όταν θυμάται κανείς δε ζει. Χόρευε η ψυχή μου ευχάριστα, χυδαία. Σιχαινόμουνα τον όχλο που προσπέρναγε. Συνένοχοι σε εξωφρενικές προσπάθειες απόγνωσης. Κατάδικοι στην άγνοια. Μα δεν ήθελα να κλάψω μαζί τους. Ούτε να ντρέπομαι. Κανένας δεν έπασχε, δεν πείναγε. Κανείς κρεβατωμένος. Όλα καλά στην πόλη απόψε. Το 'λεγε ακόμη κι η επίσημη κορμοστασιά του αστυφύλακα. Χρειάζεται ένα έθνος για να κάνεις κέφι... Συνέφερα το πρόσωπό μου απ' το αυθάδικο παραμόρφωμα που του 'δινε ένα πονηρό, πρόστυχο μειδίαμα.
   Θα μ' ένιωθαν. Κ' έπειτα βουβάθηκα. Άκουγα μόνο τα τακούνια μου να χτυπάνε στο πεζοδρόμιο σαν πέταλα αλόγου που 'σερνε τ' αμάξι του. Κ' εγώ μεταφερόμουνα. Χωρισμένος απ' όλα. Τόσο όμορφα χωρισμένος απ' τον εαυτό μου. Σαν κάτι καινούργιο, αισθάνθηκα τα χέρια μου κολλημένα μες στις τσέπες να σφίγγουν το κορμί μου. Με κάθε τρόπο να φυλάξω απάνω μου τη γλύκα της λευτεριάς που γύρευα. Τόσο γλυκιά. Να τηνε κρύψω μέσα μου βαθιά, να μην τη φτάσει η ειρωνεία που μ' έσκιζε παλεύοντας.
   Έφτασα στο τέλος του μικρού δρόμου. Στο τέλος του κόσμου. Στάθηκα. Άκουσα μέσα μου γέλια και μουσικές. Έστριψα γρήγορα κι ανυπόμονος έτρεχα σαν παιδί ακολουθώντας το κέφι μου.

Edward Hopper, Night Shadows 

4. ΤΟ ΓΛΕΝΤΙ

   Καλοφτιαγμένος παράδεισος. Φτερούγιζαν μέσα στη φτερωτή καπνουργιά οι πόθοι και ο κόρος της κατάντιας. Στο άγνωστο. Κ' η χαλινωμένη πορνοσυνοδεία της φαντασίας ξεσκέπαζε ονειρώδικες πλοκές με κορμιά που πρωτόβλεπες. Και ιδανικότητες που 'φερναν δάκρυα. Όλα άρρωστα κρεμασμένα σε κλωστές που συνέπαιρνε κάποια ξενιτεμένη μελωδία. Έπαιζε μαζί σου και το τζαζ. Κάποτε ένας του ήχος αφηνιασμένος χωνότανε σαν αστραπή να βγάλει απ' τα βάθη σου και να σου ρίξει μπρος, εκείνο που δε θάρρευες να πιστεύεις. Τι πείραζε. Η ζωή είν' ένα γέλιο, τόσο ηδονικό γέλιο, που σε γεμίζει με κάθε αναπνοή μέσα στο τέτοιο ντανσινγκ, τα μεσάνυχτα. Χάνονται όλες οι αγωνίες μέσα σ' αυτόν τον πανικό.
   Γλέντησα ώρες.
   Σκιές γρήγορες κρυφοπέρναγαν και μου κράζανε μια υποταγή ολόχαρη στο γύρω μου. Μου 'λέγαν πόσο σκοτεινότερα γινότανε όλα με το ανώφελο γύρεμα του λυτρωμού απ' την καθημερινή εκμηδένιση. Γιατί στην κάθε σκόπιμη αντίθεση πάντα ο ίδιος πόνος της σκλαβιάς. Λες και μου πήραν την ψυχή. Τίποτα δικό μου. Υπήρχα μόνο σ' ένα θάμπωμα. Κάποιος κούναγε όλα τα παιχνίδια της γης. Έμεινα κοιτάζοντας σαν αιώνιος σκελετός.


Περιοδικό Ποίηση τεύχος 8, επιλογή -σχόλια: Αθηνά Βογιατζόγλου