Πρότυπα

ΠΡΟΤΥΠΑ

Έψαχνε να βρει το σπίτι της μα ήταν χαμένο μέσα στο δάσος. Επέστρεφε από το σχολείο και είχε στην πλάτη έναν τεράστιο σάκο γεμάτο με βιβλία...

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

ΜΑΝΤΩ ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ: ΓΡΑΦΗ Α'



                                                          IV


Καταγράφω τη μνήμη συγκεκριμένων πραγμάτων. Καταγράφω μόνο τη μνήμη συγκεκριμένων προσώπων. Καταγράφω και επιμένω στη σχέση προσώπων και αντικειμένων. Καταγράφω τις ιδιότητες αυτών των προσώπων. Είμαι ένα εξ' αυτών των προσώπων.
Είμαι το πρόσωπο το ίδιο.
Καταγράφω με ευσυνειδησία υπαλλήλου τραπέζης. Συνεχώς καταγράφω.
Στην καταγραφή μου εμπίπτει το χαρτί της ταπετσαρίας του χώρου¨ η διάταξη και ο φωτισμός ολόκληρου του χώρου¨ οι διαστάσεις και η μορφή των αντικειμένων του χώρου.
Ο χώρος είναι συγκεκριμένα επαναληπτικός.
Ο χώρος δεν είναι ένας. Είναι πολλοί μικροί χώροι διατεταγμένοι περιφερειακά σ' ένα ομόκεντρο κύκλο.
Ο χώρος καλύπτει μόνο κυκλικές επιφάνειες.
Κινούμαι με άνεση διαγράφοντας κύκλους, σ' όλους τους ομόκεντρους χώρους.

Η επεξεργασία των αντικειμένων και ολοκλήρου του χώρου παραμένει απωθητική για την αίσθηση. Αντικειμενικά καταγράφω. Το χαρτί της ταπετσαρίας των τοίχων των χώρων ήταν μπεζ ανοιχτό με τεράστια καφέ σκούρα λουλούδια. Τα λουλούδια σχημάτιζαν κύκλους. Τα φύλλα υποβάλλαν τους κύκλους. Οι τοίχοι υπογραμμίζαν τους κύκλους.

Τα λουλούδια της ταπετσαρίας των τοίχων ήταν παχειά, προκλητικά και σαρκώδη.

Το πανί των επίπλων του χώρου ήταν καφέ σκούρο βελούδο με μπεζ τεράστια λουλούδια. Τα λουλούδια σχημάτιζαν κύκλους. Τα φύλλα συμπλέκονταν στους κύκλους. Οι μίσχοι συμπληρώναν τους κύκλους.

Τα λουλούδια της ταπετσαρίας στο πανί των επίπλων ήταν παχειά, προκλητικά και σαρκώδη.

Από τους μικρούς σφαιρικούς χώρους, περνώ στον ομόκεντρο κύκλο χωρίς δυσκολία. Έχουν καταργηθεί όλες οι πόρτες. Τα ανοίγματα που άφησαν οι πόρτες πλαισιώθηκαν με καφέ σκούρο ξύλο που σχηματίζει ωραία υπολογισμένες καμάρες.

Τα αντικείμενα όλων των χώρων έχουν μόνο κυκλικές βάσεις που εφαρμόζουν τέλεια στις καμπύλες των τοίχων.
Αγγίζω τα διακοσμητικά των επίπλων.
Σφίγγω τα διακοσμητικά των επίπλων.

Χαράσσομαι από ευρείς ομόκεντρους κύκλους. Οι χώροι καθορίζονται και εμπλέκονται στη γραμμή των ομόκεντρων κύκλων.

Η γυναίκα που καθόρισε αυτούς τους κύκλους ήταν μια γυναίκα ιδιαιτέρως ευαίσθητη που αγαπούσε τους κύκλους.



Εγώ γνωρίζω αυτή τη γυναίκα.
Λατρεύω αυτή τη γυναίκα.
Είμαι η κόρη αυτής της γυναίκας.

Η γυναίκα καθορίζει τους χώρους, το φωτισμό κι εμένα.

Δεν ενοχλώ καθόλου αυτή τη γυναίκα. Κινούμαι κυκλικά μόνο στον καθορισμένο μου χώρο. Υπάρχω κατά την έννοια των ακίνητων ομόκεντρων κύκλων. Δεν εμπίπτω στη γραμμή προβλημάτων αυτής της γυναίκας. Οι λάμπες εμπίπτουν.

Οι λάμπες είναι ένα αυτοδύναμο πρόβλημα. Καταγράφω.

Οι λάμπες ήταν μεγάλες, στρογγυλές, μπεζ, ελαφρώς κίτρινες, στολισμένες με λουλούδια καφέ και φύλλα ανάγλυφα.

Δεν μου επιτρέπεται να εγγίζω τις λάμπες. Μπορώ μόνο να καταγράψω τις λάμπες.

Οι λάμπες υπήρχαν παντού στο ορισμένο ύψος των τοίχων και απάνω στα έπιπλα.
Οι λάμπες σχημάτιζαν λουλουδένια μπουκέτα.
Οι λάμπες έχουν χάνδρινα ισοβαρή κρόσσια.
Οι λάμπες έχουν μουσικά κρόσσια.
Οι λάμπες είναι μια ηχητική απαγορευτική κίνηση.
Οι λάμπες καταγράφουν κάθε μου κίνηση.
Δεν μου επιτρέπεται να εγγίζω τις λάμπες.

Η γυναίκα απαγορεύει την κίνηση που διαφεύγει των πλαισίων του κύκλου.

Εγώ λατρεύω αυτή τη γυναίκα.
Υποτάσσομαι στις κινήσεις του κύκλου.
Κινούμαι συνεχώς κυκλικά στο ένα μου πόδι.

Η γυναίκα είναι πλήρης αισθήσεων. Έχει αυτοτελείς τις δικές της και πήρε δανεικές τις δικές μου. Πεινάει για μένα. Κρυώνει για μένα. Βλέπει για μένα. Και δεν φοβάται. Εγώ στερούμαι αισθήσεων. Με τρέφει με άσπρους χυλούς και χρωματιστές καραμέλες.

Υποφέρω από ασθένειες εντέρων. Δεν έχω αισθήσεις. Μου υπέκλεψαν τις δικές μου αισθήσεις.
Πεινάω, φοβάμαι και κρυώνω. Φοβάμαι και είμαι πλήρης αισθήσεων. Είμαι πλήρης αισθήσεων και πρόσφατης μνήμης. Είμαι μια μη ελεγχόμενη μνήμη.

Στα ενδιαφέροντα της γυναίκας εμπίπτουν τα μαύρα εσώρουχα, οι μαύρες ρενάρ και οι ψεύτικες μαύρες αιγκρέττες. Ενδιαφέρομαι και για τα τρία εξίσου. Και τα τρία πλαισιώνουν θαυμάσια αυτή τη γυναίκα. Λατρεύω και τα τρία εξίσου.

Η γυναίκα γνωρίζει το μύθο.
Καλλιεργεί και υποθάλπει τον μύθο.
Αυξάνει τον μύθο. Λαμβάνει τις διαστάσεις του μύθου. Υπερβαίνει τις διαστάσεις του μύθου.
Ιδιοποιείται τον μύθο.

Τα μαύρα φορέματα της γυναίκας διαθέτουν οβάλ ψεύτικες χάνδρες. Οι χάνδρες σχημάτιζαν κρόσσια. Τα κρόσσια σχημάτιζαν ήχους. Οι ήχοι πέφτουν καθέτως, καλύπτουν τη γυναίκα σε όλο το μήκος. Είμαι ένας δειλός λάτρης προσφάτως αποκαλυφθείσης θεότητος. Είμαι πλήρης αισθήσεων.

Αγγίζω και σφίγγω τα κρόσσια.
Διακόπτω στιγμιαίως τους ήχους.
Ελέγχω ένα μέρος των ήχων.

Φυλακίζω τους ήχους. Χαλαρώνω το σφίξιμο, ελευθερώνω τους ήχους.
Συνθλίβω τους ήχους.
Φοβάμαι την καταγραφή των κινήσεων από τα ελεύθερα ηχητικά κρόσσια.
Σπάζω τα κρόσσια των μαύρων λεπτών φορεμάτων. Ανατρέπω την τάξη του κύκλου. Διαφεύγω των πλαισίων του κύκλου. Καταστρέφω ένα μέρος του μύθου. Διαβρώνω τον πυρήνα του μύθου. Έτσι ενυπάρχω στην προσωπική μου ελεύθερη μνήμη. Είμαι μια αυθεντική, αυθύπαρκτη μνήμη, μη εμπίπτουσα σε πύργο ελέγχου.

Επανέρχομαι όμως στο εσωτερικό των ομόκεντρων κύκλων, πλαισιωμένη από άσπρα φορέματα, στολισμένα με νταντέλλες και τούλια.
Αποφεύγω τις λάμπες.
Ακολουθώ μόνο την κίνηση των ομόκεντρων κύκλων. Η γυναίκα εγκρίνει τα άσπρα μου πλαίσια στην ακινησία των ομόκεντρων κύκλων.
Αποδέχομαι την ακινησία των κύκλων και ουσιαστικά αγνοώ τα άσπρα μου πλαίσια.
Επιθυμώ τα μαύρα εσώρουχα. Τις μαύρες ρενάρ. Τις ψεύτικες μαύρες αιγκρέττες.
Αρνούμαι τη μορφή τη δική μου.
Γνωρίζω μόνο τη μορφή της γυναίκας.

Η γυναίκα είναι γενναιόδωρη. Μου προσφέρει παχουλούς χαρτονένιους αγγέλους και κιτρινισμένες γλυκερές Παναγίες. Συχνά μου χαρίζει ξεφτισμένες κορδέλες. Συνεχώς μου δανείζει.
Αυτών των αντικειμένων έχω μόνο τη χρήση.
Τη λογική και άφθαρτη χρήση.
Η γυναίκα έχει επ' αυτών τον έλεγχο, την επικαρπία και τελικά την κυριότητα. Υπάρχει μεταξύ μας μονομερής συμφωνία.
Τα αντικείμενα αυτά είναι δικά της. Τα δανείζει μόνον υπό όρους. Είναι δικά της βραβεία.

Όταν κάνω συχνή, υπερβολικά ελεύθερη χρήση, μου αφαιρεί τα βραβεία.
Επιμένω να αγνοώ τη μονομερή συμφωνία και αρνούμαι τη λογική και άφθαρτη χρήση.
Έτσι χάνω εντελώς την κίνηση των ομόκεντρων κύκλων.
Έχω ανάπηρα και τα δύο μου πόδια.

Επανέρχομαι στην απαίτηση των μαύρων λεπτών φορεμάτων. Τη μη εκφρασθείσα απαίτηση. Τη μη πραγματοποιηθείσα απαίτηση. Γαλουχώ την επιθυμία της απόλυτα ελεύθερης χρήσης των μαύρων λεπτών εσωρούχων. Ηδονίζομαι με το χάδι της ψεύτικης μαύρης αιγκρέττας. Η μορφή της γυναίκας διαλύεται μέσα στην επιθυμία της χρήσης. Αντικαθιστώ τις ξέθωρες χαλασμένες κορδέλες με οβάλ γυαλιστερές ψεύτικες χάνδρες που πέφτουν σε κρόσσια.
Στολίζομαι με μαύρες αιγκρέττες.
Τυλίγομαι ολόκληρη με μαύρες ρενάρ που σέρνονται πίσω μου.
Απογυμνώνω το είδωλο. Αποστερώ των συμβόλων της τη μοναδική μου θεότητα.
Αποστερώ και ιδιοποιούμαι.
Απαιτώ με φωνή γλυκερή και λετζέρας τη φωνή της γυναίκας. Μου αρέσει ο ήχος. Διπλασιάζω την αίτηση. Επαναλαμβάνω τους ήχους. Δεν αρκούμαι στους ήχους, υπεξαιρώ και την κίνηση. Και πολύ επιπλέον υπεξαιρώ το ρυθμό και την κίνηση.
Τελικά υπεξαιρώ τη μορφή της γυναίκας.

Αναγνωρίζω τη μορφή τη δική μου, μόνο εντός των δικών της πλαισίων.
Είμαι η μορφή αυτής της γυναίκας.
Είμαι η γυναίκα η ίδια.
Είμαι το αντίγραφο αυτής της γυναίκας.
Είμαι το αντίγραφο αυτού του νεκρού αντιγράφου.

Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

ΝΙΚΟΣ ΚΟΥΤΣΟΔΟΝΤΗΣ -ανέκδοτα ποιήματα

                     
                       Το ξύρισμα

Πριν χαθείς ξεχνώντας με

πως αξίζω μια έστω χειρονομία τρυφερή

και έβαλες το πρόσωπο μου αντίκρυ

στον καθρέπτη του μπάνιου στερνή

φορά να δώ τα μούσια μου πριν

τ’ αφαιρέσεις με ξυραφάκι και αφρό.

Ήταν το τελευταίο χάδι πριν χαθείς

και πάρεις μαζί σου τον ανδρισμό μου.




                       Αμφιάλη

Πρησμένη σελήνη το πρόσωπο του
Απ΄ τα νυχτερινά ταξίδια στον κόσμο
Κρατήρες οι πληγές των ποδιών του
Από τις εκστρατείες μιας ασθένειας
Είναι εχθρός της πατρίδας!
Είναι ο υπονομευτής του έθνους!
Στα μαγαζιά τα φωτοκύτταρα
Του κλείνουνε τις πόρτες
Είναι μετανάστης, είναι ακάθαρτος
Τα δάκρυα του σαπουνόνερα
Απ΄ τις ντουζιέρες των φαντάρων
Τα βήματά του ξέπνοα σαν μια ψυχή
Που βίωσε απανωτές απώλειες
η καρδιά του τραυματισμένη
σαν γδαρμένη φράουλα από μαχαίρι.
Τα βράδια στα στενοσόκακα
Δικάβαλο φτάνει το μίσος κι ο φόνος
Το κρύσταλλο σιμά με το μαχαίρι
Η εφεδρεία του αόρατου μαστίγιου
Με μειωμένη σύμβαση και απόλυση,
Με σίριαλ, ρούχα και μπέστ σέλλερ,
Με μπάφο, γκλόπ και ασπίδες,
Με μια γριά να ψάχνει στα σκουπίδια
-κίτρινη σαν μια γαβάθα με ψαρόσουπα-
Με τίποτα να λες πως δεν αλλάζει
Με φύση να γροικάς την εκμετάλλευση
και λόγια, λέξεις, φράσεις και μωρίες
σαν να ήταν όλοι ίδια ανίκανοι,
ίδιοι μες την ανισότητά τους,
ίδιοι στον κύκλο που κινείσαι και που φθείρεσαι
στον φαύλο κύκλο της υποδούλωσης
τους τωρινούς κι αυριανούς μας σκοτωμένους
θα ‘θελες μελαμψούς κι αλλόθρησκους
μα το ατσάλι στρέφεται ξανά σ’ εργάτη
ώσπου να πνίξει μια κι έξω την φοβέρα
και στα ουράνια να ωθήσει την δική του τάξη.



                        Ως τα τώρα

Γεννημένος με ιαχές φιλάθλων στην εθνική επιτυχία
-ο πατέρας έκλαιγε πραγματικά στο επίτευγμα-
Θερμοκοιτίδας θαλπωρή τονε συντρόφευε ως την βαθειά εφηβεία
Στην φυσαλίδα που ο κόσμος μας ημέρευε

Μια τούφα βρύα κατέθεσε ο παππούς για να’ ναι καλοτάξιδος
Με τη νηπιακή φανέλα του η γιαγιά το εικονοστάσι ξεσκονίζει
Και η μαμά μαγειρική και δώστου δυνατή φωνή τον γιόκα της να σιάξει.
Από φωτιά κι από νερό τον προστατεύαν μέχρι 22 χρονώ
Σαν το’ χαν μιλημένο με κράτος και νονά
Και μήτε τον είχανε προειδοποιημένο
Να μην θρυμματίζει τα μπισκότα,
Γιατί τι ξέρανε κι αυτοί από διασπάσεις
Και από τροφές του μέλλοντος.

Με παιδικούς εχθρούς του φίλιωσε, με φιλιωμένους χάθηκε,
Στο πρώτο του πηχτό φιλί ξέχασε τον λογαριασμό
Στο μαγαζί ν’ αποπληρώσει,
Στα μάτια έμαθε τον κόσμο να κοιτά,
Την αμαρτία πια ν’ αντιλαμβάνεται σαν λάθος
Κι όσο να πεις τρακαρισμένος καθώς ξεκίναγε
Ως σπουδαστής απ’ έξω από σχολές
Πιστωτικές
Να προωθήσει κάρτες
Βάδισε τόσο κι όμως ξέμεινε
Τόσο μα τόσο πίσω.

Τα φυλλοβόλα νιάτα του μες το κομβόι μιας γενιάς
Ξεστρατισμένης

Καμιά φορά τα απογεύματα με φίλους του που συζητεί:
Σ’ όλη την παιδικότητα άρχοντες, ρούχα και free Willy
Και ήταν να ωριμάσουμε σαν περιττοί, σαν ψύλλοι

-Μα ρε Νικόλα μάθε το παιδί μου,
Μην είσαι αιθεροβάμονας, μη σ’ ουτοπίες στέργεις
Είναι στη φύση του ανθρώπου η εκμετάλλευση
Lupus homo homini, το είπε και ο Χομπς μια μέρα στη σχολή σου.

-Είναι μωρέ κάμποσες μέρες όπου στάζει η βρύση στην κουζίνα
Δεν την παλεύω μόνος μου θα πάρω υδραυλικό
Και σαν τελειώσει θα του πω
Ξανά να μπει στο συνδικάτο.


                         Πέτρινη αγορά

Μεγάλα κομμάτια ζέστης, το θερμοκήπιο της πέτρας
Στις πικροδάφνες χαμένη, ανάμεσα στα χώματα
Άγνωστο, τυχαίο παιδί του χώματος.
Μια στοίβα χέρια τη σηκώσανε σε τοίχους
Αιώνες τώρα βάση γι' αγάλματα και άμυνες.
Το πουκάμισο των αγαλμάτων δεν ιδρώνει, δεν ανεμίζεται,
Το πουκάμισό μου φτερώνεται στην Αρχαία Αγορά.
Καμιά φορά πιέζεται στη σάρκα σκληρά
Μιμείται το μάρμαρο, παλεύει μια θέση στο χρόνο.
Μεγάλα κομμάτια ζέστης, μια πέτρα η Ελλάδα
Χαμένη στο παπούτσι των ναυτικών
Της τελευταίας στιγμής στον ντόκο.
Έχουν σκοντάψει πάνω της θνητότητες και θνητότητες
Εκείνη δε θαυμάζει τη διάρκειά της
Καμαρώνει το λίγο του ανθρώπου
Που ποτίζει με το αίμα του το δάπεδό της
Που φορτώνει το κορμί της για υπεράσπιση.
Ακούει τον αλαλαγμό στο δρόμο
Συμβαίνει τώρα
Φιλά ο Αριστογείτων τον Αρμόδιο

Και μπήγει το μαχαίρι στα ουράνια.