Πρότυπα

ΠΡΟΤΥΠΑ

Έψαχνε να βρει το σπίτι της μα ήταν χαμένο μέσα στο δάσος. Επέστρεφε από το σχολείο και είχε στην πλάτη έναν τεράστιο σάκο γεμάτο με βιβλία...

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

ΓΙΟΛΑΝΤΑ ΠΕΓΚΛΗ (7)


                                     Ό,τι περίμενα με πάθος ματαιώνεται
                                     παίρνω την κάτω βόλτα


Εμένα δείχνει αυτό το δάχτυλο το τεντωμένο προς το επιχείρημα. Ο διάδρομος αποκτά όσο ξεροσταλιάζω το βάθος που αφήνουν τα υπονοούμενα. Ούτε είδα ποτέ να βραχνιάζει αυτός που δίνει τις διαταγές. Πρωινό βαρύ σα να ξημέρωσε από τρεις Κυριακές στη σειρά. Έχουν ήδη προηγηθεί οι φήμες που ονομάζονται και βολβοί με οσμή άρα αστραπιαία κατευθύνονται προς τα θερμοκήπια ρουθούνια. Αυτές είναι οι μυρουδιές σ' έναν κόσμο όπου μόνον ο θάνατος κι ο χρόνος απόμειναν να λένε την αλήθεια. Η υπόθεσή μου είναι χαμένη.

Μάταια όθεν περιμένω μήπως περάσει ως μέλλον ο υιός του Ανθρώπου, φωνάξει "φτου ξελευθερία".
Κάθομαι αντιγράφω στο τετράδιο μου εκατό φορές: εν τέλει, τελικά, τελειωτικά.


                                      Γέρνοντας κατά τη μεριά των χρησμών  


Κι ενώ στ' αλάτια μου διατηρεί τα περιουσιακά του διαδίδει πως δεν είναι αρμυρά τα δάκρυά μου
πίσω απ' το πιστοποιητικό γεννήσεώς μου κάνει τους λογαριασμούς του, απαριθμεί έναν έναν τους
χειρότερους που θα μπορούσαν να καλυτερέψουν τον κόσμο.
Κι εγώ πριν απ' το τέλος της ιστορίας σωπαίνω.
Γνωρίζουν τα φτερά της χήνας ότι στο μαξιλάρι που θα γεμίσουν θα χτυπήσει η καρδιά εκείνου που ένα γυμνό πουλί τουρτουρίζει στη χούφτα του.

Ποιες οι ομοιότητες ανάμεσα καρφίτσα τιρκουάζ πατημένη στην άσφαλτο και παρέλαση;

Έτσι μπράβο! Μ' ένα καλό βερνίκι δείχνουν ψηλοτάβανα τα προσχήματα, έρχεται η παγίδα
τετραγωνισμένη.
Μετά την ησυχία έρχεται η νεκρική σιγή.

Τι τα σκαλίζω. Σουρούπωσε, αναβοσβήνει το δαχτυλίδι σου σαν τσιγάρο.
Μου λείπει αυτό το χέρι. Αυτό που θα κρατούσε το χέρι.
Δεν ξέρω αν βουλιάζω ή ψηλώνουν τα χόρτα.


                                     Τεχνητοί σεισμοί μετατοπίζουν τις πλάκες
                                      διακόπτουν τη γεωγραφία μου


Ποιος πληρώνει τώρα τα σπασμένα. Άλλοτε χτυπάει καμπάνα ο κίνδυνος άλλοτε ούτε το κουδούνι.
Με πόση θέρμη να το χειριστείς το ενδεχόμενο για ν' αποδώσει. Τρέχα για καρφιά, καταρρέουμε.
Ξεχειλώνει η μπορντούρα που συνετίζει.

Δεν έχω δίλημμα μεταξύ κιβωτού και καπελιέρας όσο σώζεται ο πίθηκός μου.

Δεν παίρνω όρκο, παίρνω μέρος.

Ενώ κλαυθμηρίζει, σαν σοβάς ξεκολλάει το πρόσωπό του. Γέρνει, η ρίγα απ' το κοστούμι του πέφτει
χάρακας στην παλάμη μου.

Όχι από γενναιότητα, επειδή δεν ήξερα αν το πρώτο ή το τελευταίο σκαλί είναι το αμετάκλητο, έτσι ξέμεινα.



                                           Ζητούσε τη νόμιμη μοίρα
                                           από μια μέρα που τελειώνει


Όταν σβήνουν τα πυροτεχνήματα, το έχεις προσέξει, μυρίζει καμένο.

Πόσο αθάνατο νερό για κάθε κακό χνώτο.

Ο δισταγμός έκρυβε ένα ζάρι με έξι πλευρές. Όπως και να 'πεφτε το ζάρι σε καμιά πλευρά δε βρισκόταν η απόφαση.

Κυριαρχούσε μια κουφαμάρα. (Γιατί αν πω βουβαμάρα τους κάνω χάρη).

Αυτές είναι οι φάσεις που πιστοποιούν ότι το παιχνίδι παίζεται με άλλους τρόπους. (Χωρίς τρόπους). Δεν κόβει ο αρμόδιος κάθε πρωί τα αναγκαία προς το ζειν. Τα κόβει αλλά γίνονται δικά σου αφού ξεκλειδώσεις τις εικοσιτέσσερις πόρτες που η καθε μία προτείνει ύστερα απ' την πρώτη τη δεύτερη σειρά τα δόντια της.

Πλάγιασα δεν πρόφτασα να κοιμηθώ.
Κοιμήθηκα δεν πρόφτασα να ονειρευτώ.
Δεν πρόφτασα να πω, να ζήσω.


Νικόλας Λύρας, Blind



                                      Ταβάνια κρεμασμένα σε κλωστές επίφοβες


Δεν έκατσε να σκεφτεί τι μήκος του έλειπε μήπως κι απλώσει χέρι. Άπλωσε. Και που τους έτσι αναιμικούς τέτοιο βάρος τους συνθλίβει, μπα! γαία πυρί μειχθήτω, ο διορισμένος.
Πεταγμένοι απ' τα κρεβάτια εμείς άγρια μεσάνυχτα, ένα ρούχο στους ώμους κι α, η παραφορά του επείγοντος. Όταν γίνεται εμπόρευμα το πάππου προς πάππου -

Ακούω ότι τελευταία τα ποντίκια κατάπιαν τυρί και παγίδα και έχουν καταλάβει όλη την πίστα, όλη την ορχήστρα, όλη την αγορά, όλη τη γη.



                                             Φυσάει μ' ασάφεια, εποχή να κρύβεσαι


Κι η νυχτερίδα είναι κρεμασμένη ανάποδα αλλά αναπαύεται, είπε.
Τέτοιο επιχείρημα.
Συνδρομητής σε συναναστροφές τσέπης, μ' ένα όνομα μακρύτερό του επιπλέον, τι περιμένεις!

Γι' αυτό δε βάζω τάξη. Για να νιώθω περαστική. Μολονότι πουθενά πια μέσα στα όνειρά μου εκείνες οι πολιτείες. Καμιά φορά μόνο η αίσθηση ότι πετάω προς εκείνες τις πολιτείες. Ότι ενώ θέλω να σε κρατήσω για πάντα κοντά μου, απ' τον ώμο ξηλώνεται το μανίκι σου, μου μένει στο χέρι.

Ακρωτηριασμοί, με δυο λόγια, αυτή είναι η αισθητική της ποτέ ένδοξης εποχής μου. Η νέα τομή στη στατική μου που με αναδεικνύει ξυλιασμένη όπως η μεγάλη φωτιά, όπως η μεγάλη μοναξιά που αφήνει η φωτιά αφού τα κάνει να λάμψουν προτού καούν όλα.


                                                       Μας τα 'παν άλλοι


Σάλες ευρωπαϊκών ξενοδοχείων και εγκέφαλοι που λιμνάζουν στον πάτο του ποτηριού.
Υπάλληλοι διαμελιζόμενοι στους καναπέδες όπως χθες στις μικρές οθόνες και τα μονόστηλα.
Ζωήν πατήσας ο κάθε ηθικός αυτουργός πλην έχοντας την πρόθεση να μεταμεληθεί.
Τι συ-ζητούν ετούτα τα σταμπαρισμένα τρωκτικά;
Δώσαμε!

Κατάστρωμα και ξερό ψωμί μου λές, εντάξει, όταν όμως αυτό δεν σημαίνει εσύ να περιφέρεσαι με τις ιδιότητές σου στα λινά κι εγώ απ' τη ναυτία να συμπεραίνω ότι ταξιδεύω.
Είσαι πρόθυμος να φυλάξεις αυτό που θα σου πω σαν αυγό στη μασχάλη σου;
Με προσέχεις όπως το κερί στον άνεμο ή με θάβεις για μια ώρα ανάγκης καθώς ο σκύλος το κόκκαλό του;
Δεν ξέρω από ποιο παράθυρο μπορώ να δω όσα μου μέλλονται αλλά δεν προτιμώ να τα φαντάζομαι.
Πλην των άλλων χορτάριασε η κλειδαριά ακούω ευκρινώς τη λέξη ματαιότητα.


(Της γλυκειάς πατρίδας, 1996)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου