Πρότυπα

ΠΡΟΤΥΠΑ

Έψαχνε να βρει το σπίτι της μα ήταν χαμένο μέσα στο δάσος. Επέστρεφε από το σχολείο και είχε στην πλάτη έναν τεράστιο σάκο γεμάτο με βιβλία...

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

ΝΙΚΟΣ ΑΛΕΞΗΣ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ (10)


                       ΚΑΝΕΝΑΣ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙ

Κοιταχθήκαμε

Καθρέφτες και γυαλιά
αναλαμπές και δάκρυα

Η μέρα ακίνητη

Γαλήνη
στα δέντρα στη θάλασσα

Κανένας δεν ξέρει
γιατί υπάρχουμε


                              ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ

Όταν κοιτάζω τα μάτια σου, μορφή απροσπέλαστη
δεν ξέρω, δεν μπορώ μια θάλασσα δίχως χρωματισμένα φώτα
ματαιωμένες γιορτές, πικρή γεύση του άδειου
και ανώφελου καιρού


                        ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Αν φύγεις εκεί που η θάλασσα σμίγει με μουσικές
    και με φώτα
να θυμάσαι κάνει κρύο σ' αυτόν τον παράξενο κόσμο
δεν έχω τίποτε άλλο, μόνο δάκρυα
που παίζουν με το μουσκεμένο φως του δρόμου


                      ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ


Καμιά φωνή δεν ακουγόταν στο πεζούλι
εκτός απ' το καθρέφτισμα του ουρανού
οι περιπατητές είχαν πια φύγει
μικρές φωτιές ανάψανε στα σπίτια
και η άδεια πλατεία της βροχής
άφηνε φωνογράφους μες στη νύχτα

Κι είχα ένα μικρό τρεμούλιασμα
που έπαιζε μες στα γυάλινα φανάρια


                               ΟΧΙ ΓΙ' ΑΥΤΟΝ

Όχι γι' αυτόν η ασυλλόγιστη κίνηση, το αλογάριαστο
σκόρπισμα. Στο βροχερό μεσημέρι
είδα το κάτασπρο γέλιο του, μέτρησα τη ζύμωση
στην ακριβή του ελπίδα
τώρα γεννιέται σε μένα


                        ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ

Με κυνηγάει πάντα στον ύπνο μου το τρίτο παράθυρο
ένα μάτι ανελέητο κι εμείς
κόκκινα κι άσπρα πιόνια στη λέσχη των τραπεζικών
είναι το ίδιο φωτάκι που καίει στην πολύβουη Αθήνα
για μια νύχτα μονάχα, την άνοιξη, "φθείρει αυτόν ο Θεός"
αυτός ο αμαρτωλός Θεός που με σαρκάζει στο κάτασπρο
         γέλιο σου
κάτω από μια λάμπα ασετιλίνης τα βράδια στον κήπο
δε μ' αφήνουν ποτέ μοναχό και το τρίτο παράθυρο
ένα κόκκινο μάτι -ανάβει τη φλέβα της νύχτας, πυκνώνει
      τη μοναξιά
θαμπώνει τα όνειρά μου

Andrew Wyeth, Wind from the sea



                             ΤΑΦΗ ΠΟΥΛΙΟΥ

Κοπιαστικά ανεβαίναμε στη δημοσιά, καθώς ήταν καρπός
που ρούφηξε ασυλλόγιστα θαλασσινό νερό και τώρα
ξεφλουδιζόταν και μας άφηνε να ιδούμε
μίσχους γυμνούς και σαπισμένα νεύρα φύλλων

Κοπιαστικά ανεβαίναμε προς τους σταυρούς. Κανένας
δεν απαντούσε κι έκλαιγα από λύσσα
παράφρονη, αδύναμος σαν τα κουρελιασμένα
παιδιά μπρος στις γιορταστικές βιτρίνες που ανάβουνε
πλάθοντας μέσα τους βαθιά ένα θαύμα

Κι όταν νύχτα και γη αγκάλιασαν το πρόσωπό του
     ακούστηκε
τρίξιμο σιγανό πουλιού κι όλα έγιναν σαν τίποτε
να μην είχε αρχίσει μες στο χώμα


                           ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΜΑ

Πριν από μέρες, φτάνοντας στο σπίτι
προχωρημένο απόγευμα, ήλιος σβησμένος
με τα μεγάφωνα ανοιχτά, στο πάτωμα απλωμένα
σε τρόμο ασταμάτητο άναβες, ξοδευόσουν
στην άσφαλτο που πύρωσε τη μέρα, και το βράδυ
τη μεταφέρουν σκοτωμένα φώτα ηλεχτρικά.
                                              Γιατί το αργό χαλάρωμα
μες στο κενό, το επίμονο ψιχάλισμα
στα κλειδωμένα βλέφαρα τραβώντας τις κουρτίνες
γίνεται βάρδια εξαντλητική.
                                            Γιατί αυτή η ερήμωση
δεν είναι ποίημα, μουσική ή μαλακό φθινόπωρο
δε συνηθίζεται σα ρούχο -  είναι τα μάτια ενός παιδιού
πνιγμένου


                              ΚΑΡΠΑΘΙΑ ΟΡΗ

Τι γίνεται όταν με τα χρόνια σε νεκρώνουν όλοι
των άλλων τα λακτίσματα, τάχα μια λάμψη μες στο νου
κι ένας λυγμός στ' άδεια δωμάτια σε αποπαίρνει

Χιόνι λεπτό, φαρμακεροί εναγκαλισμοί
προς τις εξόδους των μεγάλων δρόμων έρπεις
παγώνεις με την άνοιξη, το φως της σε ταλαιπωρεί
κι η πόλη σου είναι ξένη

Με ρίζες, σκέψη και καρδιά παλιά
ανήκοντας σ' όλη τη γη, φτωχός κι αδέσποτος
στα παγωμένα δάση του ουρανού πεθαίνεις


                       CURRICULUM VITAE

Λένε πως έρχεσαι από νύχτα βαθιά
και σκορπίσανε όλοι

Βέβαια αιμόφυρτος με τα φώτα σβηστά
και σε κύκλωσαν όλοι

Έστω ένας χτύπος μα όλα είναι νεκρά
συγκατάνευσαν όλοι

Λένε η ανάσα του θα τσουρουφλίζει την καρδιά
κι έγιναν οι δήμιοι σκόνη


(Ο δύσκολος θάνατος, ποιήματα 1946-1974)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου