Πρότυπα

ΠΡΟΤΥΠΑ

Έψαχνε να βρει το σπίτι της μα ήταν χαμένο μέσα στο δάσος. Επέστρεφε από το σχολείο και είχε στην πλάτη έναν τεράστιο σάκο γεμάτο με βιβλία...

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Χαρά Ναούμ (5)

                          Κερασιά

«Μην καταπίνεις τα κουκούτσια απ’ τα κεράσια
Θα φυτρώσει μέσα σου μια κερασιά»

Κι ύστερα;
-θυμάσαι, μπαμπά;-
Κατάπια εκατομμύρια κουκούτσια
Συστάδες δέντρων
Μαζί
Το κεντρί των μελισσών

Κερασιά δεν έγινα
Μα απέκτησα φυλλωσιές
Εκεί τρυπώνουν
Εραστές
Απρόσμενα βρέφη
Ποιήματα με πατερίτσες

Εγκυμονώ χυμό βύσσινο
Τα κουνούπια τσιμπολογούν αδιαλλείπτως
Την παραφουσκωμένη κοιλιά μου

-Α! Μ’ εξημέρωσε μια αλεπού,
τα κουνούπια δεν μ’ ενοχλούν-

Κερασιά δεν αξιώθηκα
Κι ας μ’ αιχμαλώτισαν
Ξυλοκόποι
Κι ας έγινα τόσες φορές
Φύλλο ντουλάπας
Τραπεζάκι σαλονιού
Κι ας ρίζωσα
σε γλάστρες…

Οι μνήμες φορούν παγοπέδιλα
Γλιστρούν χαριτωμένα
Από τους λείους καρπούς μου
Και κατακάθονται στις ρίζες μου
Έτσι πηγαινοφέρνω
Χρόνια
-σαν παιδική αρρώστια-
Την πεταλούδα-κόσμημα-θυμάσαι;
Απ’ τα νηπιακά γυαλιά οράσεως
Κι αυτή…
Δεν λέει να ξεψυχήσει
-όπως είν’ το γραφτό της-
Σε μια μέρα

Κατάπια
Ολόκληρη Σαχάρα κουκουτσιών
Μα το στομάχι μου άδειο
Από κερασιές

Γουργουρίζει μονάχα
Ένα φουριόζικο ποτάμι
Από λέξεις
Και μια ασπρόμαυρη φωνή
«δεν είναι εχθρός σου ο αέρας
είσαι φτιαγμένη από κορμό αλύγιστο»

Κι ας φύτρωσα σε κήπο απάνεμο
Με αντισεισμική θωράκιση
Και προστατευτικό κάλυμμα οθόνης




                 Του ποιητή
                 στον αναγνώστη


   My red filaments burn and stand, a hand of wires.
                Now I break up in pieces that fly about like clubs.
                A wind of such violence
                Will tolerate no bystanding: I must shriek.

                                             
Sylvia Plath

Τα παραμύθια φορούν τακούνια
Χαράσσουν τα πεζοδρόμια
Διαδηλώνουν για
το ένα μου χέρι
Το άφησα να ταλαντεύεται
στον απλωτό
Κυριακές πρωί
Απεχθάνομαι το σιδέρωμα
παθητικές στοίβες ρούχων
-δεν θα με φορέσουν ποτέ

Σου μιλάω για τα παραμύθια
που
χθες
-Κυριακή-
 μάζεψαν το χέρι μου
εκείνο που γράφω
Αυτό εδώ

Ανυπόμονο όπως πάντα
έγινε αλεπού
κι
αρπακτικά φωνήεντα
 
Στο πρόσφερα
(το χέρι λέω)
προστακτικά να το εξημερώσεις
Μαζί με δάχτυλα
κοφτερά νύχια
και το σφηνωμένο δαχτυλίδι


                  Στον απλωτό

Από κάτω η πόλη σε παλμό κουκουβάγιας
νιαουρίσματα περαστικών
ξεκούρδιστες συγχορδίες αρουραίων
Τα χέρια μου μ’ αποτίναξαν
χαλί
κι εξαφανίστηκαν
Τα πόδια μου
χάραξαν τις δικές τους πορείες
έκαναν ντους με ανοικτό θερμοσίφωνο
πέρασαν απέναντι χωρίς
αριστερά-δεξια
σκαρφάλωσαν σε άλλα πόδια
κλώτσησαν κουρασμένα βότσαλα
τσαλαπάτησαν πολιτείες ακούραστων μυρμηγκιών
………………………………………………………………….
Έκανα τεστ εγκυμοσύνης
Κυοφορώ
την ακρωτηριασμένη δίδυμη αδελφή μου
Δεν έχεις να φοβάσαι πια τα πόδια της


                       Ευρυάλη

πετόμενος ες τν κεανν κε κα κατέλαβε τς Γοργόνας κοιμωμένας. σαν δ αται Σθεν Ερυάλη Μέδουσα.
                            Απολλόδωρος, Βιβλιοθήκη Β’

Χωρέσαμε κι οι δυο
μέσα στο μπουρνούζι
Στη φωτογραφία
φαινόμαστε ένας
Γυναίκα που αγκαλιάζει
με το ένα χέρι
τ’ άλλο βολεύεται στη μέση
Ούτε και στον καθρέπτη
πίσω σου
δεν καταγράφηκε
αντανάκλαση
Κάτι όμως
κάτι κάποιον
κάτι αγκάλιασα εκείνο
το υγρο απόγευμα
βγαίνοντας απ’ το ντους
Κάτι άλλο εκτός
απ’ το ταριχευμένο φίδι
τη σιωπή σου
-όταν κοιμάμαι
ακόμη σφίγγεται στα πόδια μου,
ξυπνάω σε αναπηρικό καροτσάκι-
Δεν θα το μάθουμε ποτέ
Έτσι γλιστρώ και πάλι στην μπανιέρα
βγάζω βράγχια, ουρά
γίνομαι αμφίβιο
μάτια θλιμμένης βατραχίνας
Το όνομά μου Ευρυάλη
Οι αδερφές μου με καλούν
απ’ το σιφόνι
να γυρίσω πίσω


   τ όπως αγκάθι
τ’ αγκάθια σου τα καταπίνω με σκέτο νεράκι
Κι ύστερα φτύνω το σκουπόξυλο της Μπάθορι
Πού περπατάς μικρό κλειστό μπουμπούκι
Δόντι από φίλντισι  μου κάθισες στον οισοφάγο

Γύρνα στη θήκη μας πριν πέσει η νύχτα
η μήτρα μου
θα τα γλυκάνει όλα σου τα αγκάθια


Θα ξεροβήξω έναν αιώνα βράχο

να σε σπάσει

Paul Klee, Rose Wind


Θωμάς Ιωάννου (6)


              Αυτοψία
Όταν τον έβγαλαν απ' τη θάλασσα
Έκανε μέρες να στεγνώσει

Σαν το χταπόδι τον χτύπησαν
Να μαλακώσει κάπως η ψυχή του
Αλλά αυτός δεν έβγαζε απ' το στόμα του
Την τελευταία του λέξη
Δεν έλεγε να καθαρίσει
Από τη στερνή του επιθυμία

Κι η αρμύρα στο κορμί του
Λες και ιδρώτας ήταν της θάλασσας
Καθώς μπήκε και βγήκε μέσα της
Με τη σφοδρότητα των εραστών
Που ξέρουν πως κάθε φορά
Μπορεί να 'ναι η τελευταία

Ανάμεσα στα δόντια του
Πεισματικά κρατούσε ένα κοχύλι
Από εκείνα που μάζευε παιδί

Ενθύμιο των βυθών
Φυλαχτό για όσους
Θέλησαν να περπατήσουν
Πάνω στη θάλασσα



               Σκόνη


Ξεσκονίζεις τα παπούτσια σου
Ξέχασες όμως
Ότι είσαι ολόκληρος σκόνη


              Απόρριψη μοσχεύματος

Προσπάθησα να κάνω το χαρτί
Να σε αγαπήσει όπως εγώ
Ή έστω να σε ανεχθεί
Όμως αυτό αντιδρούσε
Σε απέρριψε
Σαν ασύμβατο μόσχευμα
Ήξερε
Ότι αν έρθεις
Αυτό θα πεθάνει
Και θα γίνει ζωή


                "Άδραξες τη μέρα;"

Αργείς να αδράξεις τη μέρα
Ο χρόνος καβαλά το μηχανάκι του
Κι εσύ μπούσουλας στο δωμάτιο
Ψάχνοντας
Για ένα αγαπημένο πόδι

Η καινούργια μέρα
Σε βρίσκει στο πάτωμα
Προσπαθώντας να συρθείς
Ως την τρύπα του ύπνου



                    εκπυρσοκρότηση

Η σελήνη εκπυρσοκρότησε
Στα χέρια μου
Αφήνοντάς με
Σε ολική έκλειψη αφής
Ανήμπορο να αναγνωρίσω
Το ίδιο μου το σώμα
Από τότε περισυλλέγω
Τα επιζήσαντα τραύματά μου
Συντρίμμια μιας λάμψης
Που ήρθε από μακριά 




                 Νόμιμη άμυνα

Ή θα τον σκότωνα 
Ή θα με σκότωνε 
Ήμουν σε νόμιμη άμυνα 
Είπε η ποίηση 
Για το νεκρό ποιητή


(από τη συλλογή Ιπποκράτους 15)

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Χρήστος Αρμάντο Γκέζος (4)


           τα βλέμματα πίσω απ' το τζάμι

Κάθε ταξίδι μου κυλά μες στη μελαγχολία,
μέσα στη μοναξιά του γεμάτου λεωφορείου ή τρένου,
εγώ κι ο δρόμος μοναχά
που απλώνεται στα πόδια μου ανοιχτός
και άπειρος,
όπως ο δρόμος που διέσχισα
κι άφησα πίσω μου μέχρι το σήμερα,
μέχρι το τώρα.

Είναι ίσως η αγωνία για το τι με περιμένει στο σταθμό
για το αν με περιμένει κάποιος άνθρωπος με αίμα
κι αγκαλιά.
Ίσως η υποχρέωση που φέρνει κάθε φορά η άφιξη
να βγεις έξω στον κόσμο και να ζήσεις.

Τώρα όμως που βλέπω τον κόσμο να χάνεται
σε τρίμματα πίσω απ' το τζάμι,
να σβήνει όπως μια χαρακιά στο κύμα,
λέω μήπως φταίει μοναχά που κάθε μου ταξίδι
είναι μια πρόβα για το άλλο,
το μεγάλο.


              οικογενειακή γιορτή

Ήταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι
η μάνα μου, ο πατέρας, ο Φραντς κι εγώ.
Ο πατέρας μού έτρωγε το χέρι
κι εγώ με το άλλο ανακάτευα το μυαλό μου,
ψάχνοντας να βρω το κουτάλι που είχε πέσει μέσα.
Η μάνα,
μοναδική γυναίκα πια στον κόσμο,
κρατούσε την ομπρέλα για να μην πέφτουν
οι βόμβες στα κεφάλια μας.
Κι ο Φραντς στη μέση του τραπεζιού
περίμενε τον πατέρα μας να τελειώσει μαζί μου.

Ο Φραντς
πάνω στη μεγάλη ασημένια πιατέλα
μ' ένα μήλο στο στόμα.


               Οι μέρες της Κρίσης

Τα σκυλιά γαβγίζουν,
πνίγουν γάτες,
τις τρώνε με λουλούδια,
φτύνουν τα δόντια και φυτρώνουν
λευκές λευκές ταφόπλακες.

Οι άνθρωποι στο δρόμο κουρνιάζουν
ο ένας στο στομάχι του άλλου
για να ζεσταθούν,
πλακώνονται και θάβονται
απ' τα αστέρια που πέφτουν.

Η μάνα μου στη γωνιά
κλαίει,
καθαρίζει δυο μεγάλα
κόκκινα
μάτια.


           Ειδοποιητήριο θανάτου

Περπατούσα και είδα καρφωμένη στην κολόνα
την αναγγελία της κηδείας μου.
Ένα σκισμένο, σαν τη ζωή μου, ήταν χαρτί.

"Τον αγαπητό μας εχθρό
κι αντίπαλο και σκουλήκι
κηδεύομεν σήμερον.
Απεβίωσε ετών μηδέν
ώρα αγνοουμένη
κάπου μεταξύ μεσονυκτίου και χαραυγής,
εν μέσω ύπνου, δυστυχής
κι ονείρων.
Οι τεθλιμμένοι, λατρευτοί του δολοφόνοι".

Φόρεσα το δέρμα μου και κίνησα για το μέρος.
Έναν μεγάλο φράκτη κάγκελα βρήκα
και μέσα άνθρωποι πολλοί γύρω απ' τον τάφο
με το πρόσωπό μου στους ώμους τους.
Φύγε, φώναξαν όλοι μαζί
καθώς άνοιγα με τα κλειδιά του σπιτιού μου.
Δεν επιτρέπονται 'δω πέρα ξένοι.




(Από τη συλλογή Ανεκπλήρωτοι Φόβοι)






Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Γιάννης Στίγκας (9)


Αδημονώ
να γίνει η Ανταρκτική
επιδημία οράσεως.
Να μοιραστεί επιτέλους ο υπόγειος άρτος
ανάλογα με την πίστη στο θαύμα.

Θαύμα είναι να μπορείς να γελάς
κρατώντας την ανία σου,
αυτόν τον μαύρο κύκνο,
στα χέρια.

Θαύμα είναι απλά να γελάς.

                       *

Φτάνοντας στο τέταρτο χιλιόμετρο της σιωπής
μου έπεσαν τα καρφιά για Θεό και για ήλιο.
Έκτοτε περιφέρομαι με το μεγάλο μηδέν υπομάλης.
Αρχικά ήταν ένας κοινός υπνόσακος
- ξέρετε, μπαίνεις, δηλαδή ονειρεύεσαι.
Τώρα είναι ένα πελώριο οικοτροφείο
για τους ψυχικά άφλεκτους.

Αφού έγιναν όλα αυτά με το μηδέν
φανταστείτε τι θα μπορούσε να συμβεί με το Ένα.

                       *

Το κεφάλι μου
με όλα του τα θηρία τακτοποιημένα
στο πάνω διάζωμα

Το στόμα αντιδρά
με ψεύτικους ουρανούς.
Αντιδρά; Αυτό το ρημάδι;

Άμα τραβήξεις τα δοκάρια του
θα πέσουν λόγια και κάρβουνα λόγια
θα πέσει
                            ο τυφλός άγγελος

             
                  *

Τα λόγια μας
θα καταλήξουν στη μεγάλη λευκότητα
εκεί που το σώμα
αποποιείται το σώμα του
               Είναι διπλός ο λύκος
να μην επιστρέψεις
Σανίδια η μνήμη
όσο την ψάχνεις τρίζει

Με σέρνουν πάλι φθινόπωρα
κρατώ το τελευταίο άνθος
κίτρινος μέσα στο κίτρινο
              Θνητός
μέχρι την Αλεξάνδρεια
-πού μοίρασα την πνοή μου;-
και δεν έχω δέντρα για αύριο
        δεν έχω άλλο τσιγάρο
Μεγάλη μεγάλη λευκότητα
σπασμένο σκυλί μέσα

                   *

                                  Στον Πάνο Σταθόγιαννη

Κέρδος είναι
να μην κρατάς τσεκούρι
αλλά τ' άνθη του στο στόμα
Εκεί που κανείς δεν μπορεί,
να ξεριζώσεις τους μαστούς της μέρας

Εδώ όλα είναι τροχός και πείνα,
πεθαίνουν του φέγγους οι χειροδύναμοι
κι η καρδιά μου
                είναι ένα κρεβάτι αντίξοο
όλο σκουριά και δόντια

Το φως θα γίνει μια κηδεμονία βάναυση
              όπως και το σκοτάδι

Θέλω το σώμα μας πέρα απ' αυτά
μια πρόσθεση ουρανού
                               που πάει μακριά
Αυτό
                 το σαπιοκάραβο


                    *

Εμένα ο ήλιος μου
έχει φτερούγες
                  - δεν πετάει
σέρνεται μέσα

Κάθε καλοκαίρι
εγκυμονώ την κακιά πόρτα,
όλοι οι υπνοβάτες
γίνονται φίλοι μου
Αυτό σημαίνει:
                         χιλιάδες κύκλους
                         τη βροχή    βροχή
                         τον κόσμο  δίνη
                         τον ποιητή  αερόστατο γεμάτο λύκους

Πέρα από μας
ένας ουρανός στα μέτρα μας
προσμένει

                          *

Θα σου χαρίσω
              όλα τα σύνεργα της πνοής -
μια επιστροφή στη γελαστή ύλη
για να μάθεις φαρσί τα πουλιά
και να μετράς τον έρωτα
                           ποτάμι ποτάμι
Ο χρόνος θα ξαναγίνει απλός
με κοντά παντελόνια
κι εγώ κρεμάμενος επί ξύλου
με την έγνοια μου στη φτερούγα
              Αυτή: το μέγα ατόπημα

                  *

Φτερούγα είναι ό,τι κόβεται σύρριζα

                  *

Δεν υπάρχει ψυχή
μόνο ένα αυτόματο σύννεφο


(Η αλητεία του αίματος)

Νίκη Χαλκιαδάκη (7)


                 Θυμός

Αν ήξερες ότι ήμουν γυάλινη
δεν θα με πετούσες στον τοίχο
Θα περίμενες να μεγαλώσω
Και αν ήξερα ότι θα πεθάνεις
θα σου έπλενα τα πόδια κάθε μέρα
Αλλά αν σου έπλενα τα πόδια κάθε μέρα
δεν θα πέθαινες. Θα ήσουν στο διπλανό δωμάτιο
Δεν φανταζόμουν ότι χωράς σε μια πλαστική λεκάνη
Σε μια πράσινη πλαστική λεκάνη
Δεν φανταζόσουν ότι θα πλύνω το κρανίο σου
στο νεροχύτη με τη λαστιχένια βρύση χωρίς να κλάψω

Έχουν αγριέψει οι άνθρωποι, τα πουλιά, οι σερβιτόροι

Και εσύ σ' ένα μεταλλικό κουτί τι να μου κάνεις
Και εγώ με δυο πόδια όρθια τι να σου κάνω κι εσένα


               πι πι το παπί

Τον πατέρα μου δεν τον γνώρισα ποτέ
έμοιαζε, λένε, αποδημητικός
η μάνα μου από αριστοκρατική οικογένεια
δεν "ήτο ηθικόν" να κλωσάει μπάσταρδα

μεγάλωσα σε ράμφος πελαργού
                                                    χωρίς παραλήπτη
κατέληξα σε αναμορφωτήριο πτηνών

μου έμπηγαν στον κόκκυγα φτερά παγωνιού
μου μάθαιναν να κλίνω: η γλαυξ της γλαυκός
ανεπίδεκτη υιοθεσίας
ανάξια κλουβιού
στολίζω σήμερα σύρματα
ηλεκτροφόρα
μαδώ τα πούπουλά μου
γεμίζω μαξιλάρια βεράντας
ζευγαρώνω με παπαγάλους Σενεγάλης
γεννάω τηγανητά αυγά
τη βγάζω με ψίχουλα περαστικών [κουλούρια - σταφιδόψωμα]

Μα κάθε μέρα σχεδόν περνώ και από 'κείνον τον παραμυθά
που επιμένει να πιστεύει ότι θα γίνω κύκνος


           Υπόθεση βαρύτητας

Αν απόψε πέσω απ' το παράθυρο
το σπίτι μας θα πουληθεί αμέσως
κι ας έχουμε πεθάνει στα εντόσθιά του
δυο άνθρωποι και χιλιάδες έντομα

Αν απόψε πέσω απ' το παράθυρο
θα προδώσω τη libido που φυλάω
για χρόνια δύσκολα
όπως η Τετάρτη και τα μεσημέρια με καύσωνα

θα μείνω ακίνητη με το λαιμό σπασμένο
ένας άντρας θα αλλάξει το επίθετό μας στο κουδούνι
και δεν θα μας νοιάζει πια η υγρασία στο μπάνιο


                  Βloody insane

Διέσχισα την κοιλάδα που μου αναλογούσε
Σαρκοβόρα ανάμεσα σε Σαρκοβόρα
Ξεγέλασα μικρά θηλαστικά
Με ξεγέλασαν μεγαλύτερα
Ημίαιμη και Ημιθανής
κουβάλησα το πτώμα του λύκου στο καλάθι μου
Σκότωσα τα παραμύθια σου, γιαγιά
Τα μάτια μου κοκκίνισαν, έβγαλα νύχια
Έχωσα τα δόντια μου στο κρέας σου

Η μαμά νομίζει ότι ζεις σ' ένα σπίτι στο δάσος

Joan Miro, landscare


            Συγγένειες

Χιλιάδες νεκροί στο σαλόνι
περιμένουν να ξυπνήσω

Μοιάζουν με τον Πατέρα
Έχουν δερμάτινα χέρια
Λευκό κρανίο
[Ξέρουν πως καπνίζω]
Καμαρώνουν το πρώτο μου δόντι
Τα υπόλοιπα τα σφίγγω
μην πέσουν απ' το στόμα
Τα σφίγγω
μην κλάψει η μάνα μου
που ερμηνεύει τα όνειρα

Δεν τους βλέπεις μαμά;
είναι Χιλιάδες


           Hide and Sick

Τους φίλους με τα ματωμένα γόνατα
τους έντυσαν με τα μακό
Τους έμαθαν να κρύβονται
- μόνο να κρύβονται -

Τους φίλους από μανταρίνι και χώμα
δεν τους έψαξε κανείς

Θα 'χουν σαπίσει στις αυλές
πίσω από τα αυτοκίνητα
Τα πτώματά τους ανήλικα
πάλλονται άθαφτα

Μαμά, βάλε με στην κοιλιά σου
- μόνο για απόψε-
και γέννα με αύριο στο δρόμο

Έχω μέσα μου
ΞΕΛΕΥΘΕΡΙΑ για όλους


         Αδέσποτη

Δεν είχα λόγια
είχα όμως ένα σκύλο
Με είχε μαζέψει απ' το δρόμο
με φώναζε λούση
Δεν είχα λόγια
ούτε κολάρο είχα
Είχα όμως ένα σκύλο
άσπρο σαν την ψυχή μου
Όταν γυρνούσα σπίτι
μου έγλειφε τα κόκαλα

Τώρα δεν έχω σπίτι
ούτε σκύλο έχω
Έχω όμως ένα χέρι ατροφικό
ένα από στάχτη
και ένα που γαβγίζει για λίγη ευθανασία


(από τη συλλογή Ανάσκελη με πυρετό)

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

CHARLES BUKOWSKI (6)

Κάτι σαν αποχαιρετισμός καθώς ανάσαινε

κάτι σαν αποχαιρετισμός καθώς ανάσαινε
κατέβαινε στο χολ
με τα εσώρουχα
με πρόσωπο βαμμένο σαν κλόουν
μια βόμβα από την Κολονία στη δεξιά τσέπη
το ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ
στην αριστερή,
λωρίδες ηλιοβασιλέματος
σαν ίνες φλαμουριάς
εξαντλούσαν
τα
μπράτσα
του,
και το πρωί τον βρήκαν
κρεμασμένο στης εξόδου κινδύνου
το παράθυρο,
με πρόσωπο παγωμένο και σαν λάμπα σβησμένο,
και τα σπουργίτια
ήταν κάτω στους θάμνους,
και
φίλε,
τα σπουργίτια δεν τραγουδούν
και
(οι άνθρωποι, όχι τα σπουργίτια)
τον κατέβασαν από τη σκάλα
σαν άχρηστη κουκουβάγια.


Ζωή

είναι να φαγωθείς από ένα γουρούνι
με βρωμερά χνώτα

την ώρα που τα λεμόνια λικνίζονται στον άνεμο
κίτρινα και δικά μας.


Ο κήπος μου

Με ήλιο και με βροχή
και μέρα και νύχτα

ο πόνος είναι ένα λουλούδι
ο πόνος είναι λουλούδια

που ανθίζουν συνέχεια.

Paul Klee
Ο χορός της ζωής

Η περιοχή που διαχωρίζει την ψυχή απ' το μυαλό
προσβάλλεται ποικιλοτρόπως
από την εμπειρία -
Κάποιοι χάνουν όλο το μυαλό και γίνονται ψυχή:
τρελοί.
Κάποιοι χάνουν όλη την ψυχή και γίνονται μυαλό:
διανοούμενοι.
Κάποιοι τα χάνουν και τα δυο και γίνονται:
αποδεκτοί.


Ο άντρας στο πιάνο

ο άντρας στο πιάνο
παίζει ένα τραγούδι
που δεν έγραψε ο ίδιος
τραγουδάει στίχους
που δεν είναι δικοί του
παίζοντας ένα πιάνο
που δεν του ανήκει

καθώς
οι άνθρωποι στα τραπέζια
τρώνε, πίνουν και συζητούν

ο άντρας στο πιάνο
τελειώνει
δίχως ένα χειροκρότημα

αρχίζει τότε
ένα καινούργιο τραγούδι
να παίζει
που δεν το έγραψε ο ίδιος
αρχίζει να τραγουδάει στίχους
που δεν είναι δικοί του
σε ένα πιάνο
που δεν του ανήκει

καθώς
οι άνθρωποι στα τραπέζια
συνεχίζουν να τρώνε,
να πίνουν και να συζητούν

σαν τελειώσει
δίχως ένα χειροκρότημα
ανακοινώνει στο μικρόφωνο
πως θα κάνει δέκα λεπτών
διάλειμμα

πηγαίνει πίσω
στις ανδρικές τουαλέτες
μπαίνει σε μία
κάθεται
βγάζει ένα τσιγαριλίκι
το ανάβει

νιώθει ευτυχής
που δεν είναι
στο πιάνο

και οι
άνθρωποι στα τραπέζια
που τρώνε, πίνουν και συζητούν
είναι κι αυτοί χαρούμενοι
που εκείνος λείπει

αυτό συμβαίνει
σχεδόν παντού
με τον καθένα και
με τα πάντα
ενώ ο μαύρος κύκνος
φλέγεται στα υψίπεδα
με αγριότητα.


59 σεντς το κιλό

μου αρέσει να τριγυρίζω σε πολυσύχναστα μέρη
και να παίρνω μια γεύση απ' τους ανθρώπους -
από απόσταση.
δεν θέλω πολύ κοντά μου να τους έχω
γιατί τότε είναι που αρχίζει
η φθορά.
μα μέσα στα σούπερ μάρκετ
στα πλυντήρια
στα καφέ
στων δρόμων τις γωνίες
στις στάσεις των λεωφορείων
στα εστιατόρια
στα ψιλικατζίδικα
μπορώ τα σώματά τους να βλέπω
και τα πρόσωπά τους
και τα ρούχα τους -
παρατηρώ τον τρόπο που βαδίζουν
ή στέκονται
ή κάνουν οτιδήποτε.
μοιάζω με μηχάνημα που βγάζει ακτινογραφίες
μ' αρέσουν έτσι:
σε κοινή θέα.
φαντάζομαι γι' αυτούς
τα καλύτερα.
τους φαντάζομαι γενναίους και τρελούς
τους φαντάζομαι όμορφους.
μ' αρέσει να τριγυρίζω σε πολυσύχναστα μέρη.
νιώθω θλίψη για όλους μας ή χαρά
για όλους εμάς
παγιδευμένους μαζί σ' αυτή τη ζωή
και αμήχανους έτσι.

τίποτα καλύτερο δεν υπάρχει από
το χιούμορ μας
τη σοβαρότητά μας
τη βαρεμάρα μας
σαν αγοράζουμε κάλτσες και καρότα και τσίκλες
και περιοδικά
αγοράζοντας προφυλακτικά
γλυκά
σπρέι μαλλιών
και χαρτί τουαλέτας.

να ανάψουμε μια τεράστια γιορτινή φωτιά
να συγχαρούμε εμάς τους ίδιους
για την αντοχή μας

στεκόμαστε σε ατέλειωτες ουρές
τριγυρνάμε
προσμένουμε.

μ' αρέσει να τριγυρίζω σε πολυσύχναστα μέρη
οι άνθρωποι μού αποκαλύπτονται
κι εγώ αποκαλύπτομαι σ' εκείνους
μια γυναίκα στις 3.35 το μεσημέρι
ζυγίζει μαβιά σταφύλια σε μια πλάστιγγα
κοιτάζοντας την πλάστιγγα πολύ
σοβαρά
φοράει ένα απλό πράσινο φόρεμα
με λευκά λουλούδια
παίρνει τα σταφύλια
τα βάζει με προσοχή σε μια λευκή χαρτινη
σακούλα

αυτό μας διαφωτίζει αρκετά

οι στρατηγοί και οι γιατροί ίσως να μας ξεκάνουν
μα εμείς έχουμε
νικήσει.


μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς

CHARLES BUKOWSKI

Δεν είναι ποιος έζησε εδώ

μα εδώ ποιος πέθανε¨
και δεν είναι το πότε
μα το πώς¨
                          δεν είναι
                    ο σπουδαίος διάσημος
μα ο σπουδαίος που πέθανε άσημος¨
                       δεν είναι
                             η ιστορία
των κρατών
μα οι ζωές των ανθρώπων.
Οι μύθοι είναι όνειρα,
                             όχι ψέματα,
και η αλήθεια αλλάζει
καθώς αλλάζουν
                   οι άνθρωποι,
         και σαν στεριώσει η αλήθεια
οι άνθρωποι θα πεθάνουν
                                           και
το έντομο
και η φωτιά και
η πλημμύρα
θα γίνουν
                  αλήθεια.


Η σύλληψη

σκατά, είπε,
τραβώντας το έξω απ' το νερό,
τι είναι τούτο;

μία Καμπούρα Φάλαινα του Ιουνίου, είπα.

όχι, είπε ένας τύπος που στεκόταν δίπλα μας στην
                      αποβάθρα,
είναι ένα Ανεμο-Κύμα Αμμο-Ψηλαφητής.

ένας περαστικός είπε,
είναι μια Εσπαντρίλια για Φαντάγκο χωρίς σιρίτια

βγάλαμε το αγκίστρι και το πράγμα ανασηκώθηκε κι
έκλασε. ήταν γκρι και σκεπασμένο με τρίχες
και χοντρό και βρομούσε σαν πολυφορεμένες κάλτσες.

άρχισε να κατηφορίζει στην αποβάθρα και το ακολουθήσαμε.
έφαγε ένα σάντουιτς με λουκάνικο κι ένα κουλούρι μεσ' απ'
τα χέρια ενός μικρού κοριτσιού. έπειτα πήδηξε στού
λούνα παρκ τα αλογάκια και καβάλησε ένα πίντο. στο τέλος
έπεσε και κυλίστηκε στο πριονίδι.

το περιμαζέψαμε.
μαλακίες, είπε, μαλακίες.

έπειτα γύρισε κι άρχισε να περπατά στην αποβάθρα.
ένα πλήθος μας πήρε στο κατόπι καθώς μαζί του περπατήσαμε.
είναι κόλπο διαφημιστικό, είπε κάποιος,
είναι ένας άντρας με λαστιχένιο κοστούμι.

ύστερα καθώς περπατούσε άρχισε πολύ βαριά
να ανασαίνει. έπεσε ανάσκελα
κι άρχισε να σπαρταράει.

κάποιος έχυσε ένα ποτήρι μπύρα στο κεφάλι του.

μαλακίες, είπε, μαλακίες.

ύστερα πέθανε.

το κυλήσαμε ως την άκρη της αποβάθρας και το ρίξαμε
πίσω στο νερό, το είδαμε να βουλιάζει και να χάνεται.

ήταν μια Καμπούρα Φάλαινα του Ιουνίου, είπα.

όχι, είπε ο άλλος, ήταν ένα Ανεμο -Κύμα Αμμο -Ψηλαφητής.

όχι, είπε ο άλλος ο ειδήμονας, ήταν μια Εσπαντρίλια για Φαντάγκο
χωρίς σιρίτια.

τότε πήρε ο καθένας το δρόμο του ένα απομεσήμερο του Αυγούστου.


Enzo Cucchi

Κάποιοι άνθρωποι

κάποιοι άνθρωποι δεν τρελαίνονται ποτέ.
εγώ κάποιες φορές,
θα ξαπλώσω πίσω από τον καναπέ
για 3 ή 4 μέρες.
θα με βρουν εκεί.
Χερουβείμ είναι, θα πούνε, και
θα ρίξουν κρασί μες στο λαρύγγι μου
θα μου τρίψουν το στήθος
με αιθέρια έλαια θα με ραντίσουν.

τότε, μ' έναν βρυχηθμό θα σηκωθώ,
πομπώδης, οργισμένος -
ρίχνοντας κατάρες σ' αυτούς και στο σύμπαν
την ώρα που θα τους σκορπίζω τριγύρω
στο γρασίδι.
θα νιώσω καλύτερα,
θα καθίσω να φάω αυγά και τοστ,
θα σιγοτραγουδήσω,
ξάφνου θα γίνω αξιαγάπητος σαν
ροζ παραφαγωμένη
φάλαινα.

κάποιοι άνθρωποι δεν τρελαίνονται ποτέ.
πόσο πραγματικά απαίσιες ζωές
πρέπει να ζουν.


Κυριακή πριν το μεσημέρι

τα κλαδιά σπάζουν, τα πουλιά πέφτουν τα κτήρια έπιασαν φωτιά,
οι πόρνες στέκονται προσοχή,
βόμβες στοιβάζονται,
απόγευμα, πρωί, βράδυ,
φυστικοβούτυρο,
γεράκια φυστικοβούτυρου,
η βροχή ανασαίνει όπως τα κρίνα στην κορυφή της κεφαλής μου,
δαγκάνες δαγκάνες
φιλιά σαν ατσάλινοι σφιγκτήρες
στόματα με σκώρους γεμάτα,
υδροκέφαλες γυναίκες παίρνουν πίπες,
η Φλόριδα με ολόγιομο φεγγάρι,
ο καρχαρίας με στόμα γεμάτο άνθρωπο
ο άνθρωπος με στόμα γεμάτο φυστικοβούτυρο, βροχή
η βροχή κρυφοκοιτάζει τα σωθικά των ζοφερών ωρών,
άλογα ονειρεύονται άλογα,
λουλούδια ονειρεύονται λουλούδια,
άλογα τρέχουν με κομμάτια ζοφερών ωρών της αγαπημένης μου
       σάρκας,
το ψωμί καίγεται, όλη η Ισπανία φλέγεται και
οι πόλεις ονειρεύονται κρατήρες,
βόμβες μεγαλύτερες κι απ' τα μυαλά των πάντων,
πέφτουν
είναι τα ρολόγια πετεινοί ντελάληδες;
οι πετεινοί στέκουν πάνω στον φράχτη
οι πετεινοί ξεφωνίζουν το φυστικοβούτυρο,
η ΦΩΤΙΑ θα 'ναι μεγάλη, η φλόγα θα ' ναι τρανή,
δώσε στα πάντα αποχαιρετιστήριο
φιλί φιλί φιλί,
ελπίζω σήμερα να βρέξει, ελπίζω
τα αεριωθούμενα να πέσουν, ελπίζω
το μικρό γατί να βρει κάποιο ποντίκι, ελπίζω
να μην το δω αυτό, ελπίζω
να βρέξει, ελπίζω
όλα να μείνουν μακριά μου,
ελπίζω μια γέφυρα, ένα ψάρι, κάπου ένας κάκτος
το μεσημέρι γάτας μουστάκια αγέρωχα,
ονειρεύομαι λουλούδια και άλογα
τα κλαδιά σπάζουν τα πουλιά πέφτουν τα κτήρια
έπιασαν φωτιά, η πόρνη μου περπατά μες στο δωμάτιο
και μου χαμογελά.


μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς

Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

VISLAWA SZYMPORSKA (3)

                   ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΕΤΡΑ


Χτυπώ την πόρτα της πέτρας
"Είμαι εγώ, άσε με να μπω μέσα.
Θέλω να εισδύσω στο εσωτερικό σου
να κοιτάξω τριγύρω
να σε αναπνεύσω σαν τον αέρα".

"Φύγε -είπε η πέτρα -
είμαι ερμητικά κλειστή.
Ακόμα κι αν με θρυμματίσεις σε κομμάτια
θα είμαι ερμητικά κλειστή.
Ακόμα κι αν μας τρίψεις σε άμμο
δεν θα σε αφήσουμε να μπεις μέσα".

Χτυπώ την πόρτα της πέτρας.
"Είμαι μόνον εγώ, άσε με να μπω μέσα.
Έχω έρθει από καθαρή περιέργεια.
Γι' αυτή τη ζωή είναι η μοναδική ευκαιρία.
Επιθυμώ να σεργιανίσω στο παλάτι σου,
ύστερα να επισκεφτώ το φύλλο και τη σταγόνα του νερού.
Δε μου μένει πολύς καιρός.
Είμαι θνητός και για τούτο θα 'πρεπε να συγκινηθείς".

"Είμαι από πέτρα" λέει η πέτρα,
"και γι' αυτό πρέπει να διατηρήσω την αυστηρότητα.
Φύγε απ' εδώ.
Δεν έχω μυϊκή κατασκευή για να γελάω".

Χτυπώ την πόρτα της πέτρας.
"Είμαι μόνον εγώ, άσε με να μπω μέσα.
Μαθαίνω ότι έχεις εντός σου μεγάλες άδειες αίθουσες
που ποτέ δεν τις είδαν, μάταια όμορφες,
σιωπηλές, δίχως απόηχο βημάτων.
Μα την αλήθεια, ούτε κι εσύ τις ξέρεις καλά".

"Μεγάλες και άδειες, είναι αληθινό" λέει η πέτρα,
"όμως δεν υπάρχει χώρος.
Όμορφες, πιθανόν, αλλά όχι για το γούστο
των δικών σου φτωχών κριτηρίων.
Μπορείς να καταφέρεις να με γνωρίσεις, αλλά δεν θα με γνωρίσεις
ποτέ απ' άκρη σ' άκρη.
Όλη μου η επιφάνεια είναι γυρισμένη προς εσένα,
Όλο μου το εσωτερικό είναι γυρισμένο αλλού".

Χτυπώ την πόρτα της πέτρας.
"Είμαι μόνον εγώ άσε με να μπω μέσα.
Δεν ψάχνω σε σένα καταφύγιο για αιωνιότητα.
Δεν είμαι δυστυχισμένος.
Δεν είμαι άστεγος.
Ο κόσμος μου αξίζει να γυρίσω πίσω.
Θα μπω και θα βγω με άδεια χέρια.
Και για να κάνω αισθητή την παρουσία μου
θα προσφέρω μόνο λέξεις και τίποτ' άλλο
που να μην εγγυάται εμπιστοσύνη".

"Δεν θα μπεις μέσα" λέει η πέτρα.
"Σου λείπει η αίσθηση της συμμετοχής.
Καμιά αίσθηση δεν καταφέρνει να την αντικαταστήσει.
Ακόμα και η πιο οξεία όραση το να γίνεις και να βλέπεις τα πάντα
δεν θα σ' εξυπηρετήσει χωρίς την αίσθηση της συμμετοχής.
Δεν θα μπεις μέσα, πιάνεις πολύ λίγο το νόημά της,
πολύ λίγο την αρχή της, πολύ λίγο τη φαντασία".

Χτυπώ την πόρτα της πέτρας.
"Είμαι μόνον εγώ, άσε με να μπω.
Δεν έχω στη διάθεσή μου δυο χιλιάδες αιώνες
γι' αυτό άσε με να μπω στο σπίτι σου".

"Αν δε με πιστεύεις" λέει η πέτρα,
"ρώτησε το φύλλο, θα σου πει το ίδιο.
Ρώτησε μια σταγόνα νερού, θα πει αυτό που είπε το φύλλο.
Τελικά ρώτησε μια τρίχα απ' το κεφάλι σου.
Ξεσπάω σε γέλιο, ναι, γέλιο, τρανταχτό γέλιο,
μόνο που δεν ξέρω πώς να γελάω".

Χτυπώ την πόρτα της πέτρας.
"Είμαι μόνον εγώ, άσε με να μπω μέσα".

"Δεν έχω πόρτα" λέει η πέτρα.

(από τη συλλογή Αλάτι)

Wolfgang Paalen, Past Auction Results


              ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΕΧΕΙ...

Μπορούσε να έχει συμβεί.
Έπρεπε να συμβεί.
Συνέβηκε νωρίτερα. Αργότερα.
Πιο κοντά. Πιο μακριά.
Συνέβηκε όμως όχι σε σένα.

Γλίτωσες γιατί ήσουν ο πρώτος.
Γλίτωσες γιατί ήσουν ο τελευταίος.
Μόνος μαζί με άλλους.
Στα δεξιά. Στ' αριστερά.
Γιατί έβρεχε. Γιατί υπήρχε σκιά.
Γιατί η μέρα ήταν ηλιόλουστη.

Ήσουν τυχερός - υπήρχε ένα δάσος
Ήσουν τυχερός - δεν υπήρχαν δέντρα
Ήσουν τυχερός - μια τσουγκράνα, ένα γάντζο, ένας δοκός,
μια τροχοπέδη, μια κολώνα, μια στροφή, ένα τέταρτο ίντσας, μια στιγμή.
Ήσουν τυχερός - ακριβώς ύστερα ένα άχυρο πήγε εκεί κοντά πετώντας.
Σαν συνέπεια, επειδή, ωστόσο, ανεξάρτητα από τι
θα μπορούσε να έχει συμβεί αν ένα χέρι, ένα πόδι
μέσα στη μια ίντσα, μια ελάχιστη απόσταση από
μια άτυχη σύμπτωση.

Έτσι λοιπόν είσαι εδώ; Ακόμα ζαλισμένος από ένα άλλο ξεγλίστρημα,
που γλίτωσες παρά τρίχα, αναστολή;
Μια τρύπα στο δίχτυ και γλίστρησες μεσ' απ' αυτή;
Δεν μπορούσα να είμαι περισσότερο σοκαρισμένη κι άλαλη
Άκουσε
πόσο βίαια χτυπάει η καρδιά σου μέσα μου.

(Μπορούσε να έχει ...)


                    ΤΙΠΟΤΑ ΔΕΝ ΔΩΡΙΖΕΤΑΙ

Τίποτα δεν δωρίζεται, όλα είναι δανεισμένα.
Είμαι πνιγμένη μέχρι τ' αυτιά μου στα χρέη.
Θα πρέπει να πληρώσω για μένα την ίδια
με τον εαυτό μου,
ν' αφήσω τη ζωή μου για τη ζωή μου.

Εδώ υπάρχει πως είναι αυτό τακτοποιημένο:
Η καρδιά μπορεί ν' αποκτηθεί ξανά,
επίσης και το συκώτι,
και κάθε χωριστό δάχτυλο χεριού και ποδιού.

Είναι πολύ αργά για να ξεσκίσουμε τα σύμφωνα,
τα χρέη μου θα εξοφληθούν,
και θα μαδηθώ,
ή ακριβέστερα θα γδαρθώ.

Κινούμε τον πλανήτη
μέσα σ' ένα συνωστισμό από άλλους χρεοφειλέτες.
Μερικοί είναι φορτωμένοι με το βάρος
της πλήρους εξόφλησης των πεταγμάτων τους.
Αλλά πρέπει, θέλοντας και μη
να λογοδοτήσουν για κάθε φύλλο.

Σε μας κάθε ιστός βρίσκεται
στην πλευρά του χρέους.
Ούτε μια κεραία ούτε μια τρίχα
υπάρχει για πάντα.
Ο κατάλογος της απογραφής εξαιρετικά λεπτομερής,
υποδηλώνει ότι θ' αφεθούμε
όχι μόνο με άδεια χέρια
αλλά χωρίς χέρια, επίσης.

Δεν μπορώ να θυμηθώ
πού, πότε και γιατί
άφησα κάποιον ν' ανοίξει
αυτόν τον λογαριασμό στ' όνομά μου.

Αποκαλούμε ψυχή τη διαμαρτυρία
ενάντια σ' αυτό.
Και είναι το μοναδικό είδος
που δεν περιέχεται στον πίνακα.

(Το τέλος και η αρχή)

Μετάφραση: Αλκή Τσελέντη

P.J. ZOUVE (10)

Ο άνθρωπος προσευχότανε κι η γη γυρνούσε
μη δε μιλούσε στον άνεμο, μη δε μιλούσε στο βρόντο
ή στο χιόνι του τελευταίου χειμώνα
Μη φεύγεις: έτσι προσευχότανε
Όμως δεν ήταν βέβαιος πως τίποτε δεν υπήρχε
και πάνω ν' αφουγκραστεί
Ένας άγγελος ωστόσο ξεδίπλωνε τα φτερά του
γιατί η ώρα δεν είχε έρθει ακόμη.


                       Η φυλακή

Ένας άνθρωπος ήταν φυλακισμένος
πνιγόταν κάτω απ' τη μοχθηρία των τοίχων
ήθελε να τους σβήσει ήθελε να τους ξεχάσει
οι τοίχοι ανέβαζαν πάνω του το σαράκι των πραγμάτων
οι τοίχοι του φέρνανε διάφορα τέρατα των περασμένων
ήθελε να τα εξημερώσει μόρφαζαν όπως τα ζώα
και πλησίαζαν
και του μιλούσαν
σε λίγο δε θα 'χε παρά το χώρο του κορμιού του
πέτρινο σάβανο
έπειτα θα σκούπιζαν το κορμί του μετά την καρδιά του
            κορμιού του -

Ένας Άγγελος κατέφθασε, διάνοιξε τα τείχη
ξανάδαμε τον ήλιο τον απέραντο κόσμο.


                             
                               Κολάσεις

Είναι το ματωμένο κελάρι η νέα Αυγή
αναζητιούνται κι όλοι για να χαρούν να συνταυτισθούν
τα Παιδιά ενωμένα σκοτώνουν τον Πατέρα κι ιδού η
        Αδελφότητα
η Αφροδίτη βγαίνει απ' τη θάλασσα
σταλάζουσα σκληρή και στολισμένη μόνο
        με τα μαλλιά της
η πορνεία ψυχαναγκάζει το γαλάζιο ουρανό
ο Χριστός γεννήθηκε απ' την καρδιά
κι απ' αυτές τις μαύρες καρδιές φτιάχνει
         μιαν ακολουθία Νυμφίου
ο Χριστός θανατώθηκε αγωνιζόμαστε για πάντα.


                                           *

Προς τα σένα πετούν, Θεέ, τα μαχαίρια της ύβρης
είσαι τόσο όμορφος τόσο ήρεμος τόσο γυμνός
ας προχωρήσουμε δίπλα στην ύβρη
                                       τα λουλούδια της συκοφαντίας
μονάχα πόνοι ανθρώπινοι θα σκίσουν το χάρτινο
        ουρανό.

         
                                            *

Ο  πόλεμος το κρασί ο καπνός οι γυναίκες
η ηδονή οι άνθρωποι ο πόλεμος το χρήμα
οι γυναίκες η ηδονή οι άνθρωποι τα μαργαριτάρια
οι υποθέσεις το χρυσάφι το κρασί
                               ο αταίριαστος ήλιος.

                                           *


Μια περιστέρα
αιωρούμενη πάνω στο γυμνό κλαδί
μεσ' απ' τον κρύο αγέρα
στον αγνό ήλιο
μετά το θάνατο
πριν την ανάσταση
να ποια ελπίδα μ' απομένει.


(Από τη συλλογή Οι Γάμοι)


Ω φωτεινέ Θεέ στήριξε τα παραπαίοντα βήματά μου
σκοτεινό ελάφι κλόνισε τα φωτεινά μου βήματα.


Rene Magritte -the masterpiece or the mysteries of horizon

                                           μακριά

Η γραμμή της αβύσσου και το σημείο υποστιγμή
με κοιτούν περίεργα ενόσω γεννιέμαι.


(Ιδρώτας από αίμα)


Ζω και τα ρόδινα ρόδα
είναι στα θεοσκότεινα
ζω τα ρόδινα ρόδα στα σκοτάδια μου.


                        Έρεβος

Έλεος για το γυμνό θεό που πεθαίνει στο έρεβος
διόλου έλεος
για κείνον που θέλησε τη σάρκα του ερέβους μας
και να ξαναγυρίσει το κρίμα στο έρεβος
κι όχι άλλα σκοτάδια! και να μας επαναφέρει
μ' ένα αιμάτινο κύμα πρόσθετου βασάνου
να μας αναστήσει τη στιγμή στο έρεβος
για ν' αλλάξει μέσα του το έρεβος θυσιασμένο
θάνατος των σκουληκιών μες στο μόχθο της καρδιάς
το φως μες στο γαλάζιο που δε γνωρίζει η ψυχή μας
γιατί δεν έχουμε για θάνατο παρά τ' αληθινό γαλάζιο.


(Ουράνια Ύλη)

μετάφραση : Νίκος Λεβέντης

Τρίτη 14 Μαΐου 2013

ANN SEXTON (4)

                         Το άγγιγμα


Για μήνες το χέρι μου σφραγίστηκε
σ' ένα τενεκεδάκι. Τίποτα δεν υπήρχε εκεί παρά υπόγειες ράγες.
Ίσως οι μώλωπες, σκέφτηκα,
ο λόγος να 'ναι που το 'χουνε σφαλίσει.
Μα σαν κοίταξα μέσα ήταν απλωμένο εκεί ήσυχα.
Θα μπορούσες  να μάθεις το χρόνο απ' αυτό, σκέφτηκα,
σαν από ρολόι, από τους πέντε κόμπους των δαχτύλων του
και τις λεπτές υποδόριες φλέβες.
Κείτεται 'κει σαν λιπόθυμη γυναίκα
ταϊσμένη από σωλήνες που αγνοούσε.

Το χέρι κατέρρευσε,
ένα μικρό ξυλιασμένο περιστέρι
που κλείστηκε στην απομόνωση.
Το γύρισα απ' την άλλη και η παλάμη ήταν γερασμένη,
οι γραμμές της μοιάζαν με ίχνη κεντημένα από λεπτή βελόνα
και ραμμένες τελεσίδικα ανάμεσα στα δάχτυλα.
Ήταν χοντρό και μαλακό και τυφλό σε κάποια σημεία.
Μονάχα ευάλωτο.

Κι όλ' αυτά είναι μια μεταφορά.
Ένα κοινό χέρι - απλώς έρημο
για ν' αγγίζει κάτι
που ανταποδίδει με άγγιγμα.
Η σκύλα αρνείται να το κάνει.
Η ουρά της παιχνιδίζει το βράχο για ένα βάτραχο.
Δεν είμαι παρά μια περίπτωση σκυλοτροφής.
Της ανήκει η ίδια της η πείνα.
Οι αδερφές μου αρνούνται να το κάνουν.
Ζουν στην εποχή του σχολείου, με εξαίρεση τα τρυφερά κουμπιά
και τα δάκρυα που τρέχουν λεμονάδα.

Ο πατέρας μου αρνείται να το κάνει.
Έρχεται πακέτο με το σπίτι και τη νύχτα μάλιστα
ζει σε μια μηχανή, κατασκευασμένη απ' τη μητέρα μου,
και είναι καλολαδωμένος απ' τη δουλειά του, τη δουλειά του.

Το πρόβλημα είναι
ότι θ' άφηνα τις χειρονομίες μου να παγώσουν.
Το πρόβλημα δεν ήταν
στην κουζίνα ή στις τουλίπες
μα αποκλειστικά στο κεφάλι μου, το κεφάλι μου.

Όλ' αυτά γίναν παρελθόν μετά.
Το χέρι σου βρήκε το δικό μου.
Η ζωή όρμησε στα δάχτυλά μου σαν θρόμβος αίματος.
Ω, ξυλουργέ μου,
τα δάχτυλα ξαναχτίστηκαν.
Χορεύουν με τα δικά σου.
Χορεύουν στη σοφίτα και στη Βιέννη.
Το χέρι μου είναι ζωντανό παντού στην Αμερική.
Ούτε ο θάνατος δεν μπορεί να το σταματήσει,
ο θάνατος στάζει ίδιον αίμα.
Τίποτα δεν θα το σταματήσει, γιατί τούτο είναι το βασίλειο,
το βασίλειο το επερχόμενο.


                            Τώρα

Κοίτα. Η λάμπα ρυθμίστηκε. Το σταχτοδοχείο
το 'χε σπάσει αδέξια η υπηρέτρια.
Κι όμως, μπαλόνια που λένε αγάπα με 
επιπλέουν από πάνω μας στο ταβάνι.
Πρωινές προσευχές ειπώθηκαν σαν καθίσαμε
γόνατο με γόνατο. Τέσσερα φιλιά μόνο γι' αυτό!
Και γιατί να πρέπει, που να πάρει, να μας νοιάζει
το ρολόι; Αναποδογύρισέ με απ' το δώδεκα
στο έξι. Τότε θα έχεις γεύση από ωκεανό.
Μια μέρα κουλουριάστηκες σ' ένα κουβάρι πένθους
σε πέταξαν στη γωνιά σαν μαθητούδι.
Ω! Έλα με το σφυρί σου, το μαστίγιό σου
και τον τροχό σου. Έλα με τη μύτη της βελόνας σου.
Πάρε τον καθρέφτη μου και τις πληγές μου
και φτιάξ' τα. Άμα σβήσεις το φως
τότε ολόκληροι θα γίνουμε μαύρη ταπετσαρία.

Τώρα ήρθε η ώρα να επικεντρωθούμε
στο κρεβάτι μας, ένα δάσος από δέρμα
όπου σπόροι εκρήγνυνται σαν σφαίρες.
Είμαστε στο δωμάτιό μας. Είμαστε
σ' ένα κουτί παπουτσιών. Είμαστε σ' ένα κουτί αίματος.
Είμαστε τρυφερά μωλωπισμένοι, όμως δεν είμαστε
ούτε γέροι ούτε θνησιγενείς.
Είμαστε εδώ σε μια σχεδία, εξόριστοι απ' το χώμα.
Η μυρωδιά της γης έχει φύγει. Η μυρωδιά
του αίματος είναι εδώ, και η λεπίδα και η βολίδα της.
Ο χρόνος είναι εδώ και θα σε πάρει το ποτάμι του.
Ο πνεύμονάς σου περιμένει στο εμπόριο του θανάτου.
Το πρόσωπό σου δίπλα μου θα μεγαλώνει αδιάφορο.

Αγάπη μου, θα παραδώσεις τελικά την κοιλιά σου και
θα σε αδειάσουν σαν μήλο. Ο λεπρός θα ρθει
και θα πάρει τα ονόματά μας και θ' αλλάξει το ημερολόγιο.
Ο παπουτσής θα 'ρθει και θα ξαναχτίσει
τούτο 'δω το δωμάτιο. Θα ξαπλώσει στο κρεβάτι σου
και θα κατουρήσει, και τίποτα δεν θα υπάρχει.
Τώρα είναι η ώρα. Τώρα!


                   Εμάς

Ήμουνα τυλιγμένη σε μια
γούνα μαύρη και μια γούνα άσπρη και
με ξεγύμνωσες και μετά
με τοποθέτησες σ' ένα χρυσό φως
και μετά με έστεψες,
ενώ το χιόνι έπεφτε έξω
απ' την πόρτα σε διαγώνια βέλη.
Καθώς το χιόνι, εικοσιπέντε εκατοστά,
προσγειωνόταν σαν τ' αστέρια
σε μικρές ασβεστώδεις νιφάδες,
ήμασταν μέσα στο ίδιο μας το σώμα
(τούτο το δωμάτιο που θα μας θάψει)
και ήσουν μέσα στο σώμα μου
(τούτο το δωμάτιο που και μετά από μας θα ζει)
και στην αρχή σου έτριψα
τα πόδια με μια πετσέτα, να στεγνώσουν
γιατί ήμουν η σκλάβα σου
και τότε με είπες πριγκίπισσα.
Πριγκίπισσα!

Ω! Τότε
σηκώθηκα όρθια μες στο χρυσό μου δέρμα
και ξέσκισα τους ψαλμούς
και ξέσκισα τα ρούχα
και ξήλωσες το χαλινάρι
και ξήλωσες τα ηνία
και ξήλωσα τα κουμπιά,
τα οστά, τις συγχύσεις,
τις καρτ -ποστάλ της Νέας Αγγλίας,
τον Ιανουάριο στις δέκα το βράδυ
και ανθίσαμε σαν το σιτάρι,
στρέμμα το στρέμμα από χρυσάφι
και θερίσαμε,
θερίσαμε.


                Τσιγάρα, ουίσκι και ατίθασες, ατίθασες γυναίκες
                (από ένα τραγούδι)

Μπορεί να γεννήθηκα γονυπετής,
να γεννήθηκα βήχοντας κατά τον μακρόσυρτο χειμώνα,
να γεννήθηκα περιμένοντας το φιλί του ελέους,
να γεννήθηκα μ' ένα πάθος για βιασύνη
κι όμως, όπως εξελίσσονταν τα πράγματα
έμαθα νωρίς για τον πασσαλοπήκτη
ή το σύρσιμο προς τα έξω, τον καπνό του κλύσματος.
Μέχρι τα δύο ή τρία μου έμαθα να μη γονατίζω,
να μην περιμένω, να σπέρνω τις φωτιές μου υπόγεια
όπου κανείς, πέρα απ' τις κούκλες, τέλειες και φρικαλέες
δεν θα μπορούσε ν' ακούσει ψιθύρους ή να εγκαταλειφθεί στο θάνατο.

Τώρα που έγραψα πολλές λέξεις
ομολόγησα τόσους έρωτες, για τόσους πολλούς,
και υπήρξα ολότελα αυτό που ήδη ήμουν-
μια γυναίκα των καταχρήσεων, της φλόγας και της απληστίας
βρίσκω την προσπάθεια ανώφελη.
Άραγε δεν κοιτάζω στον καθρέφτη,
αυτές τις μέρες,
δεν βλέπω μια μέθυσο αρουραίο να αποστρέφει τα μάτια της;
Άραγε δεν αισθάνομαι την πείνα να με διαπερνά τόσο
ώστε να προτιμώ να πεθάνω
απ' το να την κοιτάξω κατά πρόσωπο;

Γονατίζω άλλη μια φορά,
μήπως κι έρθει το έλεος
την τελευταία στιγμή.


Max Beckman, The Mill

Μετάφραση: Ευτυχία Παναγιώτου

Sylvia Plath - ΤΟΥΛΙΠΕΣ

Οι τουλίπες φλέγονται, εδώ έχουμε χειμώνα.
Δες πόσο λευκά είναι όλα, πόσο σιωπηλά και χιονοσκέπαστα.
Μαθαίνω την ηρεμία, ξαπλωμένη μοναχή μου ήσυχα
καθώς το φως απλώνεται σ' αυτούς τους λευκούς τοίχους,
            αυτό το κρεβάτι, αυτά τα χέρια.
Είμαι ο κανένας¨ δεν έχω καμία σχέση με εξάρσεις.
Παρέδωσα το όνομα και τα ρούχα μου στις νοσοκόμες
την ιστορία μου στον αναισθησιολόγο και το κορμί μου στους χειρουργούς.

Έχουν στηρίξει το κεφάλι μου ανάμεσα σε μαξιλάρι και πανωσέντονο
σαν μάτι ανάμεσα σε δυο λευκά βλέφαρα που δε λένε να κλείσουν.
Ανόητη κόρη, λαίμαργη για το καθετί.
Οι νοσοκόμες περνοδιαβαίνουν αθόρυβα,
περνοδιαβαίνουν σαν γλάροι στην ενδοχώρα με τ' άσπρα σκουφιά τους,
πάντα απασχολημένες, η μια απαράλλαχτη με την άλλη,
ώστε δεν μπορείς να υπολογίσεις τον αριθμό τους.

Το σώμα μου είναι ένα βότσαλο γι' αυτές, το φροντίζουν όπως φροντίζει το νερό
τα βότσαλα που πάνω τους κυλάει, λειαίνοντάς τα απαλά.
Μου φέρνουν μούδιασμα μες στις αστραφτερές βελόνες τους,
              μου φέρνουν ύπνο.
Τώρα που έχω χάσει τον εαυτό μου αποστρέφομαι τις αποσκευές -
η λουστρινένια βαλίτσα μου σαν μαύρο κουτί για χάπια,
ο σύζυγος και το παιδί μου που χαμογελούν στην οικογενειακή φωτογραφία¨
τα χαμόγελά τους γαντζώνονται στο δέρμα μου, μικρά χαμογελαστά
                    αγκίστρια.

Το άφησα να φύγει, ένα τριαντάχρονο φορτηγό πλοίο πεισματικά αρπαγμένο
                     από το όνομα και τη διεύθυνσή μου.
Μ' ένα σφουγγάρι με καθάρισαν απ ' όλους τους στοργικούς μου δεσμούς.
Φοβισμένη και γυμνή πάνω στο πράσινο πλαστικό φορείο
παρακολούθησα το σερβίτσιο μου, τις λινοθήκες μου, τα βιβλία μου
να βουλιάζουν βαθιά και το νερό μου σκέπασε το κεφάλι.
Τώρα είμαι μια καλόγρια, ποτέ δεν ήμουν τόσο αγνή.

Δεν ήθελα λουλούδια, το μόνο που ήθελα
ήταν να κείτομαι με τις παλάμες ανοιχτές και να είμαι απόλυτα αδειανή.
Πόσο ελεύθερος νιώθεις έτσι, δεν έχεις ιδέα πόσο -
η γαλήνη είναι τόσο τεράστια που σε σαστίζει
και δεν ζητάει τίποτα, μια ετικέτα μ' ένα όνομα, ψευτοπράγματα.
Σ' αυτό καταλήγουν οι νεκροί¨ τους φαντάζομαι
να ανοίγουν το στόμα τους για να τη δεχτούν, σαν την όστια της Μετάληψης.

Κατ' αρχάς οι τουλίπες είναι υπερβολικά κόκκινες, με πληγώνουν.
Ακόμη και μέσα απ' το χαρτί περιτυλίγματος τις άκουγα να ανασαίνουν
ανάλαφρα, μέσα απ' τα λευκά τους σπάργανα, σαν τρομερό βρέφος.
Η ερυθρότητά τους μιλάει στην πληγή μου, ταυτίζεται μαζί της.
Είναι ύπουλες: μοιάζουν να επιπλέουν κι όμως με τραβούν προς τα κάτω,
με αναστατώνουν με τους απρόσμενους φθόγγους τους και το χρώμα τους,
μια δωδεκάδα κόκκινα μολυβένια βαρίδια γύρω απ' το λαιμό μου.

Κανείς δεν με παρακολουθούσε πριν, τώρα είμαι υπό παρακολούθηση.
Οι τουλίπες στρέφονται σε μένα και το παράθυρο πίσω μου
όπου μια φορά τη μέρα το φως αργά εξαπλώνεται κι αργά εξασθενεί
και βλέπω τον εαυτό μου, επίπεδο, γελοίο, μια χάρτινη σκιά
ανάμεσα στο μάτι του ήλιου και στα μάτια των λουλουδιών
και δεν έχω πρόσωπο, ήθελα να εξαλείψω το πρόσωπό μου.
Οι ζωηρές τουλίπες καταβροχθίζουν το οξυγόνο μου.

Προτού να έρθουν ο αέρας ήταν ήρεμος,
πήγαινε κι ερχόταν, πνοή με την πνοή, αβίαστα.
Έπειτα οι τουλίπες τον γέμισαν σαν δυνατός θόρυβος.
Τώρα ο αέρας σκαλώνει και στροβιλίζεται γύρω τους όπως ένα ποτάμι
γύρω απ' την κόκκινη σκουριά μιας βουλιαγμένης μηχανής.
Αιχμαλωτίζουν την προσοχή μου, που έπαιζε κι αναπαυόταν
χαρούμενη, δίχως δεσμεύσεις.

Κι οι τοίχοι, επίσης, μοιάζουν να θερμαίνονται.
Οι τουλίπες έπρεπε να είναι κλεισμένες σε κλουβί σαν άγρια θηρία¨
ανοίγουν σαν στόμα μεγάλης αφρικανικής γάτας,
κι εγώ έχω επίγνωση της καρδιάς μου: ανοίγει και κλείνει
το κοίλωμα με τα κόκκινα άνθη της από καθαρή αγάπη για μένα.
Το νερό που γεύομαι είναι ζεστό κι αλμυρό, σαν τη θάλασσα,
κι έρχεται από μια χώρα μακρινή σαν την υγεία.


Paul Klee - Before the snow



Μετάφραση: Ελένη και Κατερίνα Ηλιοπούλου