Πρότυπα

ΠΡΟΤΥΠΑ

Έψαχνε να βρει το σπίτι της μα ήταν χαμένο μέσα στο δάσος. Επέστρεφε από το σχολείο και είχε στην πλάτη έναν τεράστιο σάκο γεμάτο με βιβλία...

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Χρήστος Αρμάντο Γκέζος (4)


           τα βλέμματα πίσω απ' το τζάμι

Κάθε ταξίδι μου κυλά μες στη μελαγχολία,
μέσα στη μοναξιά του γεμάτου λεωφορείου ή τρένου,
εγώ κι ο δρόμος μοναχά
που απλώνεται στα πόδια μου ανοιχτός
και άπειρος,
όπως ο δρόμος που διέσχισα
κι άφησα πίσω μου μέχρι το σήμερα,
μέχρι το τώρα.

Είναι ίσως η αγωνία για το τι με περιμένει στο σταθμό
για το αν με περιμένει κάποιος άνθρωπος με αίμα
κι αγκαλιά.
Ίσως η υποχρέωση που φέρνει κάθε φορά η άφιξη
να βγεις έξω στον κόσμο και να ζήσεις.

Τώρα όμως που βλέπω τον κόσμο να χάνεται
σε τρίμματα πίσω απ' το τζάμι,
να σβήνει όπως μια χαρακιά στο κύμα,
λέω μήπως φταίει μοναχά που κάθε μου ταξίδι
είναι μια πρόβα για το άλλο,
το μεγάλο.


              οικογενειακή γιορτή

Ήταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι
η μάνα μου, ο πατέρας, ο Φραντς κι εγώ.
Ο πατέρας μού έτρωγε το χέρι
κι εγώ με το άλλο ανακάτευα το μυαλό μου,
ψάχνοντας να βρω το κουτάλι που είχε πέσει μέσα.
Η μάνα,
μοναδική γυναίκα πια στον κόσμο,
κρατούσε την ομπρέλα για να μην πέφτουν
οι βόμβες στα κεφάλια μας.
Κι ο Φραντς στη μέση του τραπεζιού
περίμενε τον πατέρα μας να τελειώσει μαζί μου.

Ο Φραντς
πάνω στη μεγάλη ασημένια πιατέλα
μ' ένα μήλο στο στόμα.


               Οι μέρες της Κρίσης

Τα σκυλιά γαβγίζουν,
πνίγουν γάτες,
τις τρώνε με λουλούδια,
φτύνουν τα δόντια και φυτρώνουν
λευκές λευκές ταφόπλακες.

Οι άνθρωποι στο δρόμο κουρνιάζουν
ο ένας στο στομάχι του άλλου
για να ζεσταθούν,
πλακώνονται και θάβονται
απ' τα αστέρια που πέφτουν.

Η μάνα μου στη γωνιά
κλαίει,
καθαρίζει δυο μεγάλα
κόκκινα
μάτια.


           Ειδοποιητήριο θανάτου

Περπατούσα και είδα καρφωμένη στην κολόνα
την αναγγελία της κηδείας μου.
Ένα σκισμένο, σαν τη ζωή μου, ήταν χαρτί.

"Τον αγαπητό μας εχθρό
κι αντίπαλο και σκουλήκι
κηδεύομεν σήμερον.
Απεβίωσε ετών μηδέν
ώρα αγνοουμένη
κάπου μεταξύ μεσονυκτίου και χαραυγής,
εν μέσω ύπνου, δυστυχής
κι ονείρων.
Οι τεθλιμμένοι, λατρευτοί του δολοφόνοι".

Φόρεσα το δέρμα μου και κίνησα για το μέρος.
Έναν μεγάλο φράκτη κάγκελα βρήκα
και μέσα άνθρωποι πολλοί γύρω απ' τον τάφο
με το πρόσωπό μου στους ώμους τους.
Φύγε, φώναξαν όλοι μαζί
καθώς άνοιγα με τα κλειδιά του σπιτιού μου.
Δεν επιτρέπονται 'δω πέρα ξένοι.




(Από τη συλλογή Ανεκπλήρωτοι Φόβοι)






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου