Πρότυπα

ΠΡΟΤΥΠΑ

Έψαχνε να βρει το σπίτι της μα ήταν χαμένο μέσα στο δάσος. Επέστρεφε από το σχολείο και είχε στην πλάτη έναν τεράστιο σάκο γεμάτο με βιβλία...

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΑΓΓΕΛΑΚΗ -ΡΟΥΚ (6)

Η μονοσήμαντη φύση

Η φύση
με ρομαντική μονοτονία σχεδιάζει
την άνοιξη της ζωής μας
αντιγράφοντας τα δικά της
εφηβικά όνειρα.

Λουλούδια, λουλούδια
με λίγες διαφορές στο χρώμα
    τη στιγμή άνθησης
που με την κίνησή τους σημαίνουν
την ευγενική καταγωγή κάποιου κήπου
ή την αγριάδα της φύσης.
Αέρηδες ταξιδεύουν, ανεμίζουν
στήθη ξανοίγονται στον ήλιο
κι αμέσως στεγνώνουν τα χνάρια απ' τα φιλιά.

Άνοιξη τόσο κοντά στην αρχή
πράσινο, μέλισσες, νεανική πάντα
   του σύμπαντος η φωνή
αλλ' όμως τι μονοτονία, τι πλήξη
όλο αυτό το ακατάσχετο φως της ζωής
που να κόβεται ποτέ σου δε θα δεις
κι όσο επαναλαμβάνεται, τόσο
   το ευγνωμονείς.

Ενώ η δύση έχει τόση ποικιλία
κάθε ψυχή αλλιώς τη φαντάζεται
κι αλλιώς αυτή θα 'ρθει
σε άλλη ώρα, αλλιώτικα ντυμένη
κάτι μυστηριακό να εκπέμπει ίσως.
Σε ξεγελούν τα πορφυρά σύννεφα
κι όταν αυτά υποκύψουν στον μαύρο
                                            εαυτό τους,
νομίζεις πως εσύ όλα τα φαντάστηκες
πως εσύ ποιητικά συνέλαβες
  μιαν άλλη ουτοπία.

Στην ουσία, το τέλος είναι αυτό
που δε γνωρίζει τη μονοτονία της ύπαρξης.
Δε γνωρίζει την επανάληψη του εγώ.


Η ευλογία της έλλειψης

Ευγνωμονώ τις ελλείψεις μου
ό,τι μου λείπει με προστατεύει
από κείνο που θα χάσω
όλες οι ικανότητές μου
που ξεράθηκαν στο αφρόντιστο χωράφι της ζωής
με προφυλάσσουν από κινήσεις στο κενό
άχρηστες, ανούσιες.
Ό,τι μου λείπει με διδάσκει
ό,τι μου ‘χει απομείνει
μ’ αποπροσανατολίζει
γιατί μου προβάλλει εικόνες απ’ το παρελθόν
σαν να ‘ταν υποσχέσεις για το μέλλον.
Δεν μπορώ, δεν τολμώ
ούτ’ έναν άγγελο περαστικό
να φανταστώ γιατί εγώ
σ’ άλλον πλανήτη, χωρίς αγγέλους
κατεβαίνω.
Η αγάπη, από λαχτάρα που ήταν
έγινε φίλη καλή
μαζί γευόμαστε τη μελαγχολία του Χρόνου.
Στέρησέ με –παρακαλώ το Άγνωστο–
στέρησέ με κι άλλο
για να επιζήσω.


Θέλω να γράψω ένα ποίημα


Θέλω να γράψω ένα ποίημα
για την πραγματικότητα
αυτή που δεν έζησε ποτέ κανείς
αφού ο καθένας
στη δική του βρέθηκε φυλακισμένος
αιώνες τεντώνοντας τα χέρια προς τα έξω.
Την πραγματικότητα
που ίσως γνωρίζουν οι πεθαμένοι
εκεί στις βαθιές χαράδρες
της ανυπαρξίας
όπου κανένα σαρκικό παραμύθι
δεν πείθει
κι άχρωμα μούρα
πέφτουν σ' αναίσθητα σώματα.
Την πραγματικότητα
που αν σ' άγγιζε ποτέ
θ' αναγνώριζες αμέσως σαν τη μόνη αλήθεια
έξω απ' της δικής σου επιβίωσης
τις φαντασιώσεις.
Θα 'ταν ζεστή άραγε, θα 'χε του πελάγου τη μυρωδιά
ή αμετάκλητη χωρίς να δωρίζει
ούτε μια ώρα προθεσμία;
Θα 'θελα να γράψω ένα ποίημα
για μια πραγματικότητα
που δεν θα με είχε περιλάβει
αλλά τρομάζουν οι στίχοι...
Ούτε το σκέφτονται
ούτε προσπαθούν.



Ο οίστρος του θανάτου (από την Άδεια Φύση)

Ε

Θα είναι κάποιος άγνωστος
μηχανισμός τέλους
ή θα θυμηθούμε την αρχή
οδεύοντας προς την έξοδο;
Μήπως όμως το νερό, το χώμα
το σπέρμα, πράγματα απαραίτητα
μα που με την υπερβολή τους
μπορούν να σε πνίξουν,
έτσι κι η ζωή σα γίνεται πολλή
πεθαίνεις;

Γέλασε ο νέος κι ήταν σαν όλες τις υποσχέσεις Του
σε μια στιγμή αδυναμίας
να τήρησε
ο Θεός.



Ημερολόγιο πολέμου

15η μέρα ή Το μάθημα

Είπαμε σήμερα να μην κάνουμε πάλι μάθημα
σαν να μην... σαν να μην...
όλοι μας άνθρωποι χωρίς "ισχύ"
"εντολή λαού"
ή κάποιο "ιερό καθήκον" να μας καλεί.
Η γλώσσα, λέγαμε,
η γλώσσα είναι αιώνια παιχνιδιάρα!
Τι θα πει mascara
Το επιπλέον πρόσωπο! Τι αστείο!
Μικρές εκπλήξεις οι λέξεις
με το απλό τους νόημα, τη σύνθετη δουλειά τους...
Μας κόπηκαν όμως απότομα τα γέλια.
σκεφτήκαμε πως ως και η γλώσσα
ηχεί παράλογα τούτες τις μέρες...
Νύχτωσε, ανάψαμε φως και φάνηκε
το σκοτεινό μας βλέμμα.
Η πραγματικότητα δίνει τα πιο βαθιά διδάγματα
κι η γνώση αυτή είναι πρώτα σύννεφο βαρύ
που σε πλακώνει,
πριν γίνει σεντόνι ελαφρύ
να σε σκεπάσει.


Ποιήματα παύσης: Προς τον Άγιο

Τόσο πολύ φως
σαν να 'σπασε αμπούλα
και να χύθηκε βάλσαμο
ή κρυφό δηλητήριο.
Τα ραχητικά κυπαρίσσια
κοιτάζουν αφηρημένα την ουρά.
άνθρωποι ανεβαίνουν προς τον Άγιο
γδέρνοντας με τα τακούνια τους
τις πολύπαθες πέτρες.
Η ένρινη φωνή του φωτισμένου ποιμένα
έλεγε για τους πτωχούς τω πνεύματι
που κάτι θα κληρονομήσουν
κι έλαμπε μες στο πρωινό
η ζακέτα με τα στρας
της πιστής νοικοκυράς.
Η ελπίδα ανάστασης
και η εγκατάλειψη στα στενά όρια της ζωής
συνταξίδευαν στο λεωφορείο
ενώ από ψηλά στην αγιασμένη κορφή
τα νησιά έμοιαζαν με χαμόγελα
σε γαλάζιο πρόσωπο.
Πότε λοιπόν θα μάθω
κάτι να κρατάω
απ' τις υποσχέσεις του θείου
και να μην αλαφιάζομαι
όταν το σύννεφο πάει
να με κόψει στα δύο;
Η γύμνια με το χορταράκι δοξάζεται
κι η δόξα δεν είναι άλλο
από μια ανεχτή ζωή.
Όλο μου το κορμί στρέφεται
προς τα πάνω.
να 'ναι τα λουλούδια στο ψηλό
πεζούλι που γυαλίζουν
ή η ένρινη φωνή
που τώρα μιλάει για δίψα
και δικαιοσύνη...
Για άλλη δίψα θα λέει, σκέφτηκα,
κοιτώντας το μπουλούκι
με τα σκούρα ρούχα.
τα τρία δάχτυλα όλο να ακουμπάν στο μέτωπο
τους καθημερινούς καβγάδες
γραμμένους γύρω απ' τα μάτια
και τη συνήθεια καλοραμμένη
να στρώνει στην πλάτη.
Είναι γιατί έχουν όλοι έναν έρωτα
κι έρχονται εδώ,
μου ψιθυρίζουν τα φύλλα,
έναν έρωτα που σταλάζει μέλι
στο κέντρο της σκέψης τους
και τους κάνει να διψάνε,
να διψάνε...




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου